Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεταγλώττιστος -η -ο [ametaγlótistos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεταγλωττίσει. ANT μεταγλωττισμένος.
[λόγ. α- 1 μεταγλωττισ- (μεταγλωττίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεταγλώττιστος, -η, -ο [ametaγlótistos]
- untranslated (ant μεταγλωττισμένος) or untranslatable:
- ~ όρος |
- αμεταγλώτιστο κείμενο
[neol, cpd w. *μεταγλωττιστός (cf der μεταγλωττιστ-ικός): (neol) μεταγλωττίζω]
- untranslated (ant μεταγλωττισμένος) or untranslatable: