Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεταβίβαστος -η -ο [ametavívastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν μεταβιβάσει: Aμεταβίβαστη είδηση. 2. (νομ.) που δεν επιτρέπεται να μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο. ANT μεταβιβάσιμος: Aμεταβίβαστο δικαίωμα. Aμεταβίβαστη αξίωση.
[λόγ. α- 1 μεταβιβασ- (μεταβιβάζω) -τος μτφρδ. γαλλ. intransférable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεταβίβαστος, -η, -ο [ametavívastos] (L)
- not transmitted or intransmissible (syn αδιαβίβαστος, αμετάδοτος):
- αμεταβίβαστο τηλεγράφημα |
- | αμεταβίβαστη είδηση
- ① nontransferable:
- η αλήθεια, κι αν υπάρχει, είναι αμεταβίβαστη (Terzakis) |
- τέτοιες στιγμές είναι καθαυτό αμεταβίβαστες (id.)
- ⓐ law nontransferable, unassignable (ant μεταβιβάσιμος):
- αμεταβίβαστο δικαίωμα |
- αμεταβίβαστη αξίωση, αμεταβίβαστη κυριότητα |
- αμεταβίβαστο κτήμα |
- αμεταβίβαστη νομή |
- δεν επιδέχουνται επικαρπία τα αμεταβίβαστα δικαιώματα (Christidis AK) |
- η αξίωση του μισθωτή πάνω στην εργασία είναι αμεταβίβαστη (ib) |
- αμεταβίβαστο εταιρικό μερίδιο
[cpd w. μεταβιβαστός: μεταβιβάζω; cf PatrG μεταβιβαστέον]
- not transmitted or intransmissible (syn αδιαβίβαστος, αμετάδοτος):