Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετάφραστος -η -ο [ametáfrastos] Ε5 : που δεν τον έχουν μεταφράσει σε άλλη γλώσσα. ANT μεταφρασμένος: Aμετάφραστο βιβλίο / μυθιστόρημα. Συγγραφέας ~ ακόμα στα ελληνικά, που κανένα έργο του δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
[λόγ. < μσν. αμετάφραστος `που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανονική γλώσσα΄ < α- 1 μεταφρασ- (μεταφράζω) -τος κατά τη σημ. της λ. μεταφράζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάφραστος, -η, -ο [ametáfrastos]
- ① not translated, untranslated (syn αμεταγλώττιστος, ant μεταφρασμένος):
- αμετάφραστο βιβλίο, e.g. έχω το μισό βιβλίο ακόμη αμετάφραστο |
- αμετάφραστα κομμάτια |
- η μελέτη αυτή είναι αμετάφραστη |
- κάποια λέξη έχει κρατηθεί αμετάφραστη (Kakridis) |
- ο Γρυπάρης έπρεπε να την αφήσει αμετάφραστη την αποστροφή ίτε, παίδες Eλλήνων (Athanasiadis-N) |
- κανένα μυθιστόρημα του Oυγκώ δε μένει αμετάφραστο (Palam)
- ② difficult or impossible to translate or render into another language, untranslatable (ant μεταφράσιμος):
- λογοπαίγνιο αμετάφραστο |
- ~ στίχος |
- αμετάφραστες εκφράσεις |
- αυτοί είναι εκείνοι qui tiennent le haut du pave, για να μεταχειρισθώ την αμετάφραστη αυτή γαλλική έκφραση (Ouranis) |
- ο Heidegger ονομάζει μια ορισμένου τόνου θυμική κατάσταση με τον αμετάφραστο όρο Befindlichkeit (Georgoulis) |
- το διήγημα αυτό θα μεταφράζονταν δύσκολα, αν δεν είναι εντελώς αμετάφραστο, όπως όλες οι ηθογραφίες οι γραμμένες στο λαϊκό ύφος (Athanasiadis-N) |
- poem κι αυτός ο χτύπος του αργαλειού |...|...| μπλεγμένος με μπουμπουνητά ή κανονιοβολισμούς, ~, | μέσα σε μια πυκνή σιωπή, σχεδόν λατινική, αμετάφραστη (Ritsos)
- ⓐ difficult to render, understand or interpret:
- όλοι σα μεταφρασθούν, όσο πιστά κι όσο δεξιά, κάτι θα χάσουν πάντα, ποιος λιγότερο, ποιος περισσότερο, στοχαζόμαστε |
- ο καλλιτέχνης {είναι} ~ (Palam) |
- το αισθητικό νόημα είναι αμετάφραστο στη γλώσσα των λογικών διανοημάτων και, όταν έτσι το μεταφράζομε, κάνομε συνειδητά μια προδοσία (Tsatsos) |
- μέσα στα τόσα χάδια της ανοίξεως πόσο θα ταίριαζε και η μυρωδιά της αγάπης και η αμετάφραστη της ψυχής μουσική (Gryparis)
[fr ByzG αμετάφραστος, cpd w. *μεταφραστός (whence μεταφραστικός ByzG & μεταφραστικῶς PatrG): μεταφράζω]
- ① not translated, untranslated (syn αμεταγλώττιστος, ant μεταφρασμένος):