Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμετάτρεπτος, επίθ.
-
- Aμετάβλητος, αμετάπειστος, σταθερός:
- (Bέλθ. 117), (Iστ. πατρ. 998).
[μτγν. επίθ. αμετάτρεπτος]
- Aμετάβλητος, αμετάπειστος, σταθερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετάτρεπτος -η -ο [ametátreptos] Ε5 : που δε μετατρέπεται ή δεν έχει μετατραπεί, δεν αλλάζει: Aμετάτρεπτη απόφαση / γνώμη.
[λόγ. < ελνστ. ἀμετάτρεπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάτρεπτος, -η, -ο [ametátreptos]
- ① unchanged, unvaried:
- τα όργανα μετρήσεως που έχουμε είναι αδύνατο να μην είναι καθορισμένα από αμετάτρεπτες αιτίες (Lambridi)
- ② unchangeable, unalterable, invariable:
- αμετάβλητος, άτροπος, η ελευθερία θέλει τον εαυτό της ως κάτι απόλυτο, αμετάτρεπτο και μοναδικό (Theodorakop) |
- ο φιλόσοφος έχει συνείδηση του αμετάτρεπτου δυναμισμού που κλείνει μέσα του το παρελθόν (id.) |
- η απαθής και αμετάτρεπτη διάθεση της ψυχής είναι αξιοθαύμαστη για τη μέλλουσα ζωή, για την αιωνιότητα (Tatakis) |
- μια και νικήθηκε ο δαίμονας, έμεινε η σφαίρα του Aπόλυτου, γαλήνια και αμετάτρεπτη (Papatsonis) |
- poem καλός ο Θάνατος! ήσυχος, ~, καλός πριν από το θάνατό μας! (Ritsos)
- ③ irrevocable, irreversible (syn in αμετάκλητος):
- εσχημάτισε γνώμη που είναι αμετάτρεπτη |
- έχω αμετάτρεπτη απόφαση |
- έχει σκοπό αμετάτρεπτο να εξοντώσει όλους τους δυνατούς τοπάρχες (Melas) |
- έμεινε πιστός μ' αμετάτρεπτη αγωνιστική ορμή στη γνήσια δημοτική παράδοση και γλώσσα (id.)
[fr K, PatrG ἀμετάτρεπτος, cpd w. *μετατρεπτός; cf also δυσ-μετάτρεπτος (Eustathius), K εὐ-μετάτρεπτος]
- ① unchanged, unvaried: