Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετάκλητος -η -ο [ametáklitos] Ε5 : που δεν μπορεί να αλλάξει, να γίνει διαφορετικός: ~ σκοπός / στόχος. Aμετάκλητη απόφαση. || (νομ.): Aμετάκλητη δικαστική πράξη / απόφαση. Aμετάκλητο βούλευμα.
αμετάκλητα & (λόγ.) αμετακλήτως ΕΠIΡΡ: Είμαι ~ αποφασισμένος. H απόφαση πάρθηκε οριστικώς και αμετακλήτως. [λόγ. < ελνστ. ἀμετάκλητος `που δεν μπορείς να τον φέρεις πίσω΄ σημδ. γαλλ. irrévocable· λόγ. αμετάκλητ(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάκλητος, -η, -ο [ametáklitos] (L)
- irrevocable, irreversible (syn αμετάτρεπτος, ανέκκλητος, ant ανακλητός):
- κάτι αμετάκλητο και τελειωτικό |
- με τρόπο αμετάκλητο (syn αμετάκλητα) |
- αμετάκλητη συμφωνία |
- αμετάκλητη δωρεά |
- αμετάκλητη απόφαση, e.g. η απόφασή του είναι αμετάκλητη (Karagatsis) |
- η δικαιοσύνη του αοράτου έχει βγάλει αμετάκλητη την απόφασή της (Papatsonis) |
- αμετάκλητη ακυρωτική απόφαση law (Christidis AK) |
- απόφαση οριστική και αμετάκλητη, e.g. οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν οριστικές και αμετάκλητες (Venezis) |
- η αμετάκλητη κρίση της ιστορίας |
- ο ηθικός λόγος είναι κρίση αντικειμενική και αμετάκλητη (Tsatsos) |
- αμετάκλητη καταδίκη του πολιτικού κόσμου της χώρας |
- η αμετάκλητη λύση γάμου (Christidis AK) |
- εκτελούν ένα ρητό αμετάκλητο παράγγελμα (Lamprou) |
- μια ύστατη προσπάθεια να αποσοβηθεί η αμετάκλητη πτώση της Aθήνας (ADelivorias) |
- αμετάκλητη θέληση, e.g. αυτή είναι η αμετάκλητη θέλησή μου (Idas) |
- έχει και το σώμα μέσα στην ιεραρχία και στη σπονδύλωση των αξιών την ορισμένη και αμετάκλητη θέση του (Theodorakop) |
- το ρήγμα μεταξύ θείου και ανθρωπίνου γίνεται οριστικό και αμετάκλητο (Georgoulis)
[fr K ἀμετάκλητος, cpd w. μετακλητός: μετακαλῶ]
- irrevocable, irreversible (syn αμετάτρεπτος, ανέκκλητος, ant ανακλητός):