Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάκλητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάκλητα [ametáklita] adv (L)
  • irrevocably, irreversibly (syn ανέκκλητα):
    • εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί ~ ο γάμος που υπάρχει (Christidis AK) |
    • η ελληνική επανάσταση ήτανε πια κάτι αποφασισμένο ~ (Melas) |
    • το παρελθόν είχε ~ πεθάνει |
    • ριζικά και ~, e.g. η κατάσταση που ξέραμε έχει αλλάξει ριζικά και ~ (Theotokas) |
    • οριστικά και ~, e.g. πρόσωπο είναι η σωματοψυχική μονάδα που χαρακτηρίζεται οριστικά και ~ από την ιστορία της (Papanoutsos) |
    • ανάγκη να ερευνηθεί η περιοχή, πριν καταστραφούν ~ από τη σύγχρονη μηχανική καλλιέργεια τα λείψανα των προϊστορικών οικισμών (Chourmouziadis) |
    • το ηθικό αίσθημα καταδίκασε ~εκείνους που θυσίασαν στη φιλοδοξία ή το συμφέρον κάθε έννοια πολιτικής εντιμότητας (Ploritis) |
    • πεθαίνει κανείς ~ όταν πιστέψει ότι γνώρισε το Θεό· γιατί τότε είναι έξω από το Θεό (Tatakis)

[der of αμετάκλητος; cf L αμετακλήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες