Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμετάθετος, επίθ.
-
- Aμετάβλητος, σταθερός, μόνιμος:
- (Λίβ. Esc. 3431)·
- είδαν αμετάθετον τον νουν και την βουλήν του (Iμπ. 183).
- Tο ουδ. ως ουσ. = το αμετάβλητο, η σταθερότητα, επιμονή:
- το αμετάθετον της γνώμης (Δούκ. 13723).
[μτγν. επίθ. αμετάθετος. H λ. και σήμ.]
- Aμετάβλητος, σταθερός, μόνιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετάθετος -η -ο [ametáθetos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν τον έχουν μεταθέσει: Yπηρετεί τόσα χρόνια ~ στον Έβρο. β. που δεν είναι δυνατό να τον μεταθέσουν. ANT μεταθετός. || (ως ουσ.) το αμετάθετο, η νόμιμη απαγόρευση της μετάθεσης κάποιου χωρίς τη θέλησή του: Tο αμετάθετο των μητροπολιτών / εκπαιδευτικών.
[λόγ. < ελνστ. ἀμετάθετος `αμετάβλητος΄ σημδ. γαλλ. inamovible]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάθετος, -η, -ο [ametáθetos] (L)
- unchangeable, unchanged, unmoved, steadfast, constant (syn in αμετακίνητος 1):
- αμετάθετη φύση |
- αμετάθετα βουνά |
- η καμπάνα είναι εκεί, αμετάθετη |
- αμετάθετο γεγονός |
- αμετάθετη παράδοση |
- τα αμετάθετα προβλήματα του καιρού μας |
- το αμετάθετο πεπρωμένο μας |
- η αμετάθετη μοίρα του ανθρώπου |
- ~ όρος |
- αντικειμενικό και αμετάθετο κριτήριο |
- αιώνιο και αμετάθετο νόημα |
- οι αμετάθετες αξίες |
- αμετάθετοι στόχοι |
- ο ~ νόμος |
- αμετάθετο χρέος |
- αμετάθετη απόφαση |
- η αμετάθετη καταδίκη των σοφιστών και της διδασκαλίας τους (Andronikos) |
- αμετάθετη άρνηση |
- επιμονή και αμετάθετο πείσμα |
- ο Kαΐρης προβάλλει με όλη την επιβολή του υψηλού και αμετάθετου ελεύθερου φρονήματος ως ηγετική φυσιογνωμία (Koumarianou) |
- η Γαλλία άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση για την οριστική κι αμετάθετη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του (Melas) |
- η ιδέα του αγαθού είναι αμετακίνητη και αμετάθετη (Theodorakop) |
- η αιώνια ιδέα είναι ο ~ στόχος των διαλόγων της ώριμης ηλικίας του Πλάτωνος (id.) |
- η γλώσσα είναι το μέγα και για πολύν καιρό αμετάθετο θέμα της νεοελληνικής κριτικής (Panagiotop)
[fr MG αμετάθετος ← K, PatrG ἀμετάθετος]
- unchangeable, unchanged, unmoved, steadfast, constant (syn in αμετακίνητος 1):