Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετάβλητος -η -ο [ametávlitos] Ε5 : που δεν έχει μεταβληθεί, δεν έχει ή δεν τον έχουν αλλάξει: ~ καιρός. Aμετάβλητη θερμοκρασία. H κατάσταση παραμένει αμετάβλητη.
[λόγ. < αρχ. ἀμετάβλητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάβλητος, -η, -ο [ametávlitos]
- ① unchanged, unaltered, unvaried (syn αναλλοίωτος):
- ~ άνθρωπος |
- χρόνια τώρα είναι έτσι, ~ |
- κάθε ζώο έχει χαρακτήρα σταθερό και αμετάβλητο |
- διατηρεί το χαρακτήρα του αμετάβλητο |
- τίποτε δεν παρέλαβαν οι Έλληνες από τους άλλους αυτούσιο και αμετάβλητο (Theodorakop) |
- η δεσπόζουσα αλήθεια παραμένει αμετάβλητη (Chatzinis) |
- το ον είναι αυτό που μένει αμετάβλητο (NAvgelis)
- ⓐ math fixed, constant (syn σταθερός):
- αμετάβλητη ποσότητα a constant quantity |
- αμετάβλητο μέγεθος constant property
- ⓑ not fading, fast:
- αμετάβλητα χρώματα fast colors |
- ~ χρωματισμός
- ② not susceptible to change, unchanging, unvarying, invariable, unalterable:
- αμετάβλητο χαρακτηριστικό unchanging characteristic, invariable feature |
- ~ καιρός unchangeable weather |
- στοιχεία αμετάβλητα στο χρόνο |
- αμετάβλητοι όροι
[fr AG, K ἀμετάβλητος, cpd w. μεταβλητός (recorded since Philo, 1st c. AD)]
- ① unchanged, unaltered, unvaried (syn αναλλοίωτος):