Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάβλητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάβλητα [ametávlita] adv
  • unchangeably, inalterably, invariably (syn αναλλοίωτα):
    • ποιον αγαπάς περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά; Eκείνη απαντούσε ~ |
    • τον μπαμπά και τη μαμά (Ouranis) |
    • ο A δε μένει ~ A ούτε ο B ~ B (Roufos transl of E.M. Foster)

[der of αμετάβλητος; cf ByzG, PatrG ἀμεταβλήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες