Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετάβατος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμετάβατος -η -ο [ametávatos] Ε5 : (γραμμ.) αμετάβατο ρήμα, που η ενέργεια του υποκειμένου του δεν επηρεάζει άλλη λέξη, και επομένως αυτό δεν παίρνει αντικείμενο. ANT μεταβατικός.

[λόγ. < ελνστ. ἀμετάβατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάβατος, -η, -ο [ametávatos] (L)
  • unchangeable, not transitive (ant μεταβατικός):
    • και δεν έχει καμία σημασία αν η λύση αυτή είναι εντελώς προσωπική και αμετάβατη (Tsatsos)
  • ⓐ gramm intransitive:
    • αμετάβατο ρήμα intransitive verb (ant μεταβατικό ρήμα) e.g. ζω, κλαίω, πηδώ, τρέχω |
    • αμετάβατη χρήση του ρήματος intransitive use of the verb

[fr K ἀμετάβατος, cpd w. K μεταβατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες