Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμεσότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμεσότητα η [amesótita] Ο28 : η ιδιότητα του άμεσου, έλλειψη δηλαδή παρεμβολής: 1. προσώπου, πράγματος, ενέργειας κτλ.: Γράφει / μιλάει με ~. H ~ της σχέσης που ενώνει το αίτιο με το αποτέλεσμα. 2. χρονικού διαστήματος: H ~ της αντίδρασης κάποιου / του κινδύνου.

[λόγ. < μσν. αμεσότης < άμεσ(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμεσότητα [amesótita] η, (& L αμεσότης, gen αμεσότητος)
  • ① immediateness, immediacy (syn το άμεσο):
    • ~ του αυτόπτη |
    • ~ των πραγμάτων |
    • ~ της ενοχής του δείνα |
    • η ζωή έχει την αμεσότητά της |
    • ~ και άνεση |
    • ~ της έκφρασης της μορφής στην τέχνη |
    • ~ της σκηνικής τέχνης |
    • εκφραστική ~ |
    • οι εντυπώσεις του έχουν ~ |
    • αφηγείται με ζωηρότητα και ~ |
    • ~ και λιτότητα της έκφρασης |
    • ~ του ποιητικού λόγου |
    • λυρική ~ |
    • η ~ του μουσικού λόγου |
    • συντομία και ~ |
    • ~ και ακρίβεια |
    • ~ και βραχυλογία |
    • φυσικότητα και ~ |
    • ευκρίνεια και ~ |
    • η ~ και ζέστα (or ζωντάνια) της αφήγησης |
    • θέρμη και ~ αισθήματος |
    • η δημοτική αποδίδει την ~ μιας πραγματικότητας ολοζώντανης |
    • η γλώσσα του Bικέλα δεν παρουσιάζει την ~ και την ενάργεια της δημοτικής του Πολυλά (Melas) |
    • το σώμα έχει μια ελκυστική ~ (Panagiotop) |
    • η ~ του αισθητικού αποτελέσματος χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική και τη μουσική (Papanoutsos)
  • ⓐ impendence, imminence (syn το επικείμενον):
    • η αμεσότης του κινδύνου κάνει τις ανθρώπινες αντιδράσεις απόλυτα αυθόρμητες
  • ② the state of being close, closeness:
    • ~ επαφής, e.g. η ~ της επαφής ανάμεσα στο φως και στα αντικείμενα (Mangakis)

[fr MG αμεσότης 'immediacy' (11th-12th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες