Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμερόληπτος -η -ο [ameróliptos] Ε5 : (για πρόσ.) που δε μεροληπτεί, δεν επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια, όταν κρίνει, αποφασίζει ή γενικά παίρνει θέση για κπ. ή για κτ. ANT μεροληπτικός: Ένας ~ δικαστής / κριτής / διαιτητής / ιστορικός. || (επέκτ., για ενέργεια): Aμερόληπτη κρί ση / απόφαση / διαιτησία.
αμερόληπτα ΕΠIΡΡ: Kρίνει / δικάζει ~. [λόγ. α- 1 μεροληπ(τώ) -τος σφαλερή δημιουργία κατά το σπάν. ελνστ. ἀδωρόληπτος `που δε δέχεται δώρα΄ μτφρδ. γαλλ. impartial]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερόληπτος, -η, -ο [ameróliptos] (L)
- ① impartial, disinterested, unbiased, unprejudiced, dispassionate, evenhanded, objective, fair-minded, of persons (syn ακέραιος, δίκαιος, ουδέτερος, ant μεροληπτικός, χαριζόμενος, απροσωπόληπτος):
- άνθρωπος ~ |
- ο ~ τρίτος e.g. κατ' αντιμωλίαν συζήτηση του σχεδίου εμπρός σε τρίτους, πραγματικά αμερόληπτους (Christidis) |
- μια τρίτη Δύναμη, αληθινά αμερόληπτη (id.) |
- πρόσωπα ουδέτερα και αμερόληπτα |
- ~ δικαστής, e.g. μπάζει μέσα στην ψυχή μας την ψυχρότητα του αμερόληπτου δικαστή, του αντικειμενικού κριτή (Tsatsos) |
- αμερόληπτο δικαστήριο |
- τα παιδιά είναι περισσότερο αμερόληπτοι κριτές απ' τους μεγάλους (Geros) |
- ο ανακριτής φάνηκε ~ (Xenop) |
- ~ κριτικός, ~ ιστορικός (or ιστοριογράφος) |
- ~ διαιτητής impartial umpire |
- αμερόληπτη διοίκηση |
- αμερόληπτο κοινό
- ⓐ impartial, unbiased, evenhanded, objective, fair (syn απροσωπόληπτος, δίκαιος, ant μεροληπτικός, χαριστικός):
- ενεργώ με αμερόληπτο τρόπο |
- αμερόληπτη γνώμη, αμερόληπτη κρίση, αμερόληπτη διαπίστωση |
- αξιόπιστες και αμερόληπτες πηγές |
- αμερόληπτη απόφαση |
- αμερόληπτη πολιτική evenhanded policy |
- αμερόληπτες μέθοδοι evenhanded methods |
- αμερόληπτη εκτίμηση unbiased estimation |
- αμερόληπτο έργο τέχνης (Xenop) |
- ο Σουρής (με το Pωμιό) κέρδισε τη μεγάλη δημοτικότητα με τον εύστοχο και αμερόληπτο χειρισμό της δημιοσιγραφικής επικαιρότητας, δε χαριζότανε σε κανένα (Melas) |
- τα παιδιά κάτω από την αμερόληπτη και φωτισμένη επίβλεψη του Kράτους θα μπορούν να γίνουν άνθρωποι αληθινοί (Thrylos)
- ② unperturbed, indifferent (syn αδιάφορος, απαθής, ατάραχος):
- τον έβριζαν και αυτός τους άκουε ~
- ⓑ theat not influenced by the emotions of one's role, uninvolved, of the actor:
- ο ηθοποιός παίζει ~
[cpd w. μερόληπτος (s. Koumanoudis, Συναγ. 2.638), whence also μεροληπτ-ικός bes μερολήπτης; μερόληπτος perh fr prp μεροληπτών]
- ① impartial, disinterested, unbiased, unprejudiced, dispassionate, evenhanded, objective, fair-minded, of persons (syn ακέραιος, δίκαιος, ουδέτερος, ant μεροληπτικός, χαριζόμενος, απροσωπόληπτος):