Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεροληψία η [amerolipsía] Ο25 : η ιδιότητα του αμερόληπτου: Kρίνει / δικάζει με ~.
[λόγ. αμερόληπ(τος) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεροληψία [amerolipsía] η, (L)
- impartiality, objectivity, evenhandedness, fair-mindedness, fairness (syn αντικειμενικότητα, ανεπηρέαστη κρίση, δικαιοσύνη, ant μεροληψία, προσωποληψία):
- η ~ των δικαστών judicial fairness (syn ευθυδικία) |
- με ~ impartially (syn αμερόληπτα) |
- κάνει τις ανακρίσεις με κάθε ~ |
- υπάρχει καλή πίστη και θέληση αμεροληψίας |
- ανεπηρέαστη ~ |
- πολιτική ~ |
- ~ και αντικειμενικότητα, e.g. διαμαρτύρονταν για τη σκανδαλώδη έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας εκμέρους των οργανωτών και κριτών (Chatzinikou) |
- πρέπει οι παιδευτικοί παράγοντες να προσφέρουν τα πνευματικά αγαθά στην κρίση του νέου με ~ και αντικειμενικότητα (Papanoutsos) |
- και την αντίπαλή σου ομάδα να μην την περιφρονάς, να τη σπουδάζεις με ~ και σέβας (Kazantz) |
- παραδειγματική είναι ακόμη στα γραπτά του η αυστηρή ~ τους (Karouzos) |
- το πνεύμα της ανιδιοτέλειας, της ουδετερότητας και της αμεροληψίας χαραχτηρίζει την αληθινή τέχνη (Sachinis)
[neol, cpd of α- & μεροληψία; cf K προσωποληψία & cpd (ByzG) απροσωποληψία]
- impartiality, objectivity, evenhandedness, fair-mindedness, fairness (syn αντικειμενικότητα, ανεπηρέαστη κρίση, δικαιοσύνη, ant μεροληψία, προσωποληψία):