Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμεριμνησία η [amerimnisía] Ο25 : η ιδιότητα του αμέριμνου ανθρώπου· ξενοιασιά.
[λόγ. α- 1 μεριμνησ- (μεριμνώ) -ία (πρβ. ελνστ. ἀμεριμνία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμεριμνησία [amerimnisía] η, (L)
- unconcern, carefreeness, insouciance (syn αμέριμνα, αφροντισιά, ξενοιασιά, ant έγνοια, μέριμνα):
- κοσμική ~, χαριτωμένη ~, ερωτική ~ |
- εφηβική ~, σκηνές παιδιάστικης αμεριμνησίας και χαράς |
- γεροντική ~ και αδράνεια |
- ~ για τον κίνδυνο |
- δημιουργική ~ |
- ~ και αδιαφορία |
- πνεύμα αισιοδοξίας και αμεριμνησίας |
- η συνομιλία είναι καρπός ειρήνης και αμεριμνησίας (Panagiotop) |
- έλειψε η χαρά και η ~ από τη ζωή του Pέμπραντ (Kanellop) |
- περνούσα ώρες ξεκούρασης και αμεριμνησίας (Karagatsis) |
- να ξεχαστεί ολότελα και για πολλήν ώρα στην ~ του δεν τον είδα ποτέ μου (sc τον Kαζαντζάκη) (Prevelakis) |
- poem ήταν η ξενοιασιά κ' η ~ των σκοτεινών κόσμων (Papatsonis) |
- ο έρωτας, | το καράβι του | κ' η ~ των μελτεμιών του | κι ο φλόκος της ελπίδας του (Elytis)
[cpd of α- & μεριμνώ (fr aor stem μεριμνησ-) after nouns in -ία; cf MG αφροντισία, also αμελετησία]
- unconcern, carefreeness, insouciance (syn αμέριμνα, αφροντισιά, ξενοιασιά, ant έγνοια, μέριμνα):