Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικάνικα [amerikánika] adv
- in American ways (syn αμερικανικά):
- κάτι πρωτόγονο, ~ καινούργιο
[der of αμερικάνικος]
- in American ways (syn αμερικανικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανικά [amerikaniká] adv
- in American ways:
- η σκηνοθεσία του έργου ήταν ορθά κοφτά ένα εξάμβλωμα· και είχε τόσο ~ ρεκλαμαριστεί ως νέα δημιουργία! (Athanasiadis-N)
[der of αμερικανός]
- in American ways: