Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανάκι [amerikanáci] το,
- little American (boy or girl) (syn αμερικανόπαιδο, αμερικανόπουλο, αμερικανοπούλα):
- μας πήραν γι' αμερικανάκια
- ⓐ slang naive person (syn αφελής, ο χαζός):
- τι με πέρασες, ~;
[der of Aμερικάνος w. suff -άκι]
- little American (boy or girl) (syn αμερικανόπαιδο, αμερικανόπουλο, αμερικανοπούλα):