Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικάνικο [amerikániko] το,
- plain white cotton cloth, Br calico (syn αμερικάνικο πανί, κάμποτ)
[substantiv. n of αμερικάνικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμερικανικός -ή -ό [amerikanikós] Ε1 & αμερικάνικος -η -ο [amerikáni kos] Ε5 : 1.που έχει σχέση με τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής: Aμερικανική επανάσταση / κυβέρνηση / σημαία / οικονομία. Aμερικανικό νόμισμα. Ο ~ ιμπεριαλισμός. Aμερικάνικα τσιγάρα / αυτοκίνητα. Aμερικάνικη λογοτεχνία / τεχνολογία. || (ως ουσ.) τα αμερικάνικα, η αγγλική γλώσσα όπως μιλιέται στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής. 2α. H αμερικανική ήπειρος, η Aμερική. β. που έχει σχέση με την Aμερική: Aμερικανικοί πολιτισμοί. Aμερικανικές γλώσσες / φυλές.
αμερικανικά & αμερικάνικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. Aμερικαν(ός) -ικός· Aμερικάν(ος) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικάνικος, -η, -ο [amerikánikos]
- ① American (of the N American continent or the two American continents, N & S):
- κατηγόρησαν τους προκολομβιανούς αμερικάνικους πολιτισμούς για τη συνήθεια των ανθρωποθυσιών (Evelpidis)
- ② American, i.e. of the US (syn αμερικανικός 2):
- αμερικάνικη γη |
- αμερικάνικο πανί (syn in αμερικάνικο) |
- αμερικάνικο πανωφόρι |
- αμερικάνικο δίκανο |
- αμερικάνικο τρυπάνι |
- αμερικάνικα φασόλια |
- ~ στόλος |
- καράβια αμερικάνικα |
- τεράστια αμερικάνικα οικοδομήματα |
- ~ ουρανοξύστης |
- αμερικάνικη ζωή |
- αμερικάνικη ιδιοτυπία |
- αμερικάνικα αγγλικά American English |
- αμερικάνικο σύστημα |
- αμερικάνικη θεωρία |
- αμερικάνικη ηγεσία, e.g. ο λεγόμενος ελεύθερος κόσμος ακολουθεί την αμερικάνικη ηγεσία (Christidis) |
- αμερικάνικη υπηκοότητα |
- αυτοκίνητο αμερικάνικης κατασκευής |
- αμερικάνικα στρώματα κρεβατιών |
- αμερικάνικο περιοδικό |
- αμερικάνικοι αστακοί |
- αμερικάνικες ταινίες, αμερικάνικα φιλμς |
- αμερικάνικη κωμωδία |
- αμερικάνικα τραγούδια |
- πλήρωνε για ένα αρχαίο χειρόγραφο τιμές αμερικάνικες, όπως θα λέγαμε σήμερα (Evelpidis) |
- δόθηκε η αμερικάνικη νότα και μ' απλούς υπαινιγμούς το αμερικάνικο χρώμα, γιατί ο διάκοσμος δεν ήτανε καθόλου ρεαλιστικός (Melas)
[der of Aμερικάνος w. suff -ικος]
- ① American (of the N American continent or the two American continents, N & S):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανικός, -ή, -ό [amerikanikós]
- ① American (syn αμερικάνικος 1):
- αμερικανική ήπειρος |
- αμερικανική φυλή American Indian tribe (syn φυλή ερυθρόδερμων) |
- ~ ανθρωπολογικός τύπος (Poulianos)
- ② American (of the US) (syn Aμερικάνικος 2):
- ~ λαός, αμερικανική κοινωνία, αμερικανική νεολαία |
- αμερικανικά προϊόντα |
- ~ τόνος short ton (2,000 lbs) |
- αμερικανική πεύκη pitch pine |
- ~ κώδικας (or αμερικανική κλίμακα) συρμάτων American wire gauge |
- αμερικανική ιθαγένεια |
- ~ παράγων American factor |
- αμερικανική πολιτική, αμερικανική πρεσβεία, ~ στόλος |
- αμερικανική νοοτροπία |
- αμερικανικό φαινόμενο |
- αμερικανικά πρότυπα |
- ~ ιδιωτισμός Americanism (syn αμερικανισμός 3) |
- | η εμφάνιση της λεωφόρου είναι τελείως αμερικανική |
- το κέντρο αμερικανικότατο στον ρουμανισμό του (Papatsonis) |
- ο ~ ιμαζισμός (= εικονισμός) (Spandonidis) |
- συγκινητικά μηδενιστικό είναι το νεότατο αμερικανικό θέατρο που τόσην έχει επίδραση και στον τόπο μας (Theotokas)
[der or Aμερικανός w. suff -ικός]
- ① American (syn αμερικάνικος 1):