Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερίκιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμερίκιο το [ameríkio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : ονομασία χημικού στοιχείου.

[λόγ. < νλατ. americ(ium) -ιον (επειδή δημιουργήθηκε στην Aμερική)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερίκιον [amerícion] το, chem
  • americium (Am).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες