Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμελώ [ameló] Ρ10.9α : δείχνω αμέλεια. α. δε φροντίζω να κάνω κτ.: Aμέλησε να μαγειρέψει κι έμειναν νηστικοί. Έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει αλλά αμέλησα. β. (λόγ.) παραμελώ κτ.: ~ τις δουλειές / τα μαθήματά μου / τα καθήκοντά μου.
[λόγ. < αρχ. ἀμελῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμελώ· αναμελώ.
-
- Παραμελώ, αδιαφορώ για κ., καθυστερώ κ., διστάζω να … (συν. με άρν.):
- (Xρον. Tόκκων 1349), (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 464), (Pιμ. Bελ. ρ 359).
[αρχ. αμελέω. O τ. στο Du Cange (‑είν) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Παραμελώ, αδιαφορώ για κ., καθυστερώ κ., διστάζω να … (συν. με άρν.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελώ [amelό] αμελείς, ipf αμελούσα, prp αμελώντας, aor αμέλησα, subj αμελήσω, pass αμελούμαι, aor αμελήθηκα, ppp αμελημένος,
- show no interest in or for sth, be careless in one's duty, be remiss, fail, neglect (syn αναμελώ, παραμελώ, ant επιμελούμαι, φροντίζω):
- αμέλησα τη δουλειά μου, την υπόθεση, την αλληλογραφία μου |
- δεν αμέλησες τίποτε |
- αμελεί το ντύσιμό του, αλλά δεν αμελεί την υγεία του |
- αμελεί τα καθήκοντά του he is derelict in his duties |
- αμέλησες τα μαθήματά σου |
- αμελεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του |
- ~ να κάμω κάτι be remiss in doing sth, fail to do sth |
- μην αμελήσεις να μου γράψεις |
- αμέλησα να ψωνίσω σήμερα |
- αμέλησε να δώσει αναφορά he neglected to report |
- ο οφειλέτης αμέλησε να εγγράψει την υποθήκη |
- ένα έθνος ενόσω αμελεί και καταφρονεί τη φυσική του γλώσσα, αμελεί και καταφρονεί τον ανθρωπισμό του (Demetrieis) |
- όλα αυτά η Mεγαλειότης του (King Otto) διατί τα αμέλησε και τα τζαλαπάτησε; (Makryg) |
- η μόνη μας ντροπή είναι ν' αμελούμε την εθνική μας γλώσσα (Psichari) |
- δεν αμελήθηκε η εκμετάλλευση των ντόπιων πηγών (NPlaton)
[fr MG αμελώ ← K, PatrG ἀμελῶ ← AG]
- show no interest in or for sth, be careless in one's duty, be remiss, fail, neglect (syn αναμελώ, παραμελώ, ant επιμελούμαι, φροντίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελώδητος, -η, -ο [ameló∂itos] (L)
- not set to music, unmelodized, or not suitable for setting to music (syn αμελοποίητος):
- ~ ύμνος
- ⓐ not sung
[fr AG ἀμελ ώδητος, cpd w. μελ ωδητός; cf δυσμελ ώδητος]
- not set to music, unmelodized, or not suitable for setting to music (syn αμελοποίητος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελώς [amelós] adv (L)
- carelessly, negligently:
- είναι αμελής και φέρεται ~
[fr MG αμελώς ← K ἀμελῶς]
- carelessly, negligently:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέλωτος -η -ο [amélotos] Ε5 : ANT μελωμένος. α. που δεν του έβαλαν μέλι: Aμέλωτα μελομακάρονα / φοινίκια. β. που δεν έχει μελώσει: Aμέλωτα σύκα / σταφύλια.
[α- 1 μελώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέλωτος, -η, -ο [amélotos]
- not mixed, smeared or coated w. honey (ant μελωμένος):
- οι δίπλες είναι ακόμα αμέλωτες, να τις μελώσεις
[cpd w. μελωτός: μελώνω]
- not mixed, smeared or coated w. honey (ant μελωμένος):