Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελητί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμελητί [amelití] επίρρ. : (λόγ.) αφρόντιστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀμελητί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες