Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμελής -ής -ές [amelís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμέλεια. ANT επιμελής: Είναι κάποιος ~ στη δουλειά / στα καθήκοντά του. ~ μαθητής.
αμελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμελής, ἀμελῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελής1 [amelís] ο,
- studious person (ant επιμελής, μελετηρός1):
- η ευσυνειδησία του μαθηματικού, που επίεζε τόσο τους αμελείς γρήγορα θα εξαφανιζόταν (Xenop) |
- πώς ταίριαζαν έτσι ο πιο ~με τον πρώτο στην τάξη; (id.)
[substantiv. m of αμελής2]
- studious person (ant επιμελής, μελετηρός1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελής2, -ής, -ές [amelís] (L)
- ① of persons, indifferent, negligent, careless, remiss, derelict (syn αδιάφορος, άμελος, ανάμελος, ant επιμελής, μελετηρός):
- άνθρωπος ~ |
- είμαι ~ στη δουλειά μου be derelict in one's work |
- ήμουν τόσο ~ στο διάβασμα των δοκιμίων I was so remiss in reading the proofs
- ⓐ not studious:
- ~ μαθητής, ~ μαθήτρια |
- έμενα αδιόρθωτ' ~· η αμέλειά μου άσυλο (Palam) |
- κατάντησα ο αμελέστατος της τάξης μου, με τ' όνομα (id.) |
- ευπειθείς ως την ώρα και μελετηροί, γίνονται απειθάρχητοι και αμελέστατοι (Katsigra)
- ② carelessly performed (executed, made) (syn in αμελημένος):
- μορφές πολύ σχηματοποιημένες και αμελέστερες στην κατασκευή τους (ASakellariou)
[fr K ἀμελής ← AG]
- ① of persons, indifferent, negligent, careless, remiss, derelict (syn αδιάφορος, άμελος, ανάμελος, ant επιμελής, μελετηρός):