Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελέτητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμελέτητος -η -ο [amelétitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) αδιάβαστος. α. που δε μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε διαβάζοντας προσεχτικά: ~ μαθητής. Aπέτυχε στις εξετάσεις, γιατί ήταν τελείως ~. β. που δεν ενημερώθηκε σωστά ή πλήρως: Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε ~ από τους δημοσιογράφους. 2. που δεν τον μελέτησαν. α. που δεν τον διάβασαν προσεκτικά· αδιάβαστος: Aμελέτητο βιβλίο / μάθημα. β. που δεν ασχολήθηκαν συστηματικά μ΄ αυτόν: Aμελέτητο θέμα. Aμελέτητη ενέργεια / επιχείρηση. Προβλήματα αμελέτητα που επιτέλους κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με αυτά. 3. (ως ουσ.) για ό,τι δε θέλουμε να το αναφέρουμε με το όνομά του από φόβο, ντροπή κτλ. α. (λαϊκότρ.) ο αμελέτητος, ο διάβολος. β. (λαϊκότρ.) η αμελέτητη, για επικίνδυνη αρρώστια.

[1, 2: λόγ. < αρχ. ἀμελέτητος `απροετοίμαστος΄ κατά τη σημ. του ρ. μελετώ· 3: α- 1 μελετη- (μελετώ)2 -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμελέτητος1 [amelétitos] ο, region., euphem
  • devil, Satan (syn εξωποδώ, διάβολος, σατανάς)

[substantiv. m of αμελέτητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμελέτητος2, -η -ο [amelétitos]
  • Ⓐ pass
  • ① unstudied, unresearched, unexamined (ant μελετημένος):
    • η γλώσσα που μιλούμε είναι ακόμη αμελέτητη |
    • η συζήτηση, ίσως άσκοπη, άφηνε αξιόλογα προβλήματα της γλώσσας αμελέτητα (Geros) |
    • το έργο του Παλαμά είναι ακόμη ένα παρθένο δάσος |
    • αδιάβαστο, αμελέτητο, αναφομοίωτο (Tsatsos) |
    • η νέα ελληνική τέχνη του 18ου αιώνα είναι ακόμη αμελέτητη (Ouranis)
  • ② not well enough planned or prepared, not well thought-out, not well weighed or calculated, half-baked (near-syn απροετοίμαστος, πρόχειρος, near-ant προετοιμασμένος, προμελετημένος, προσχεδιασμένος):
    • δουλειά (επιχείρηση) αμελέτητη |
    • αμελέτητα πράματα |
    • αμελέτητο σχέδιο half-baked scheme |
    • αμελέτητα μέτρα half-baked measures |
    • αμελέτητο πρόγραμμα unstudied or not well studied project |
    • βιαστική κι αμελέτητη αποδοχή ενός σχεδίου
  • ③ euphem not to be mentioned, of illness, misfortune & the like:
    • η Παναγίτσα να σου φυλάει τα παιδάκια σου, καλότυχη, από απάντεχο κι αμελέτητο κακό (SPasagiannis)
  • Ⓑ act. not having studied, not having prepared, unstudied, unprepared (syn αδιάβαστος B1, απαράσκευος, απροετοίμαστος, ant διαβασμένος, μελετημένος, παρασκευασμένος):
    • μαθητής ~ |
    • ήρθε στο μάθημα ~ |
    • ο ηθοποιός ήταν ελαφρά ~ (syn αδιάβαστος) |
    • αμελέτητοι διατριβογράφοι (Palam) |
    • μίλησε εκ του προχείρου, ήταν μάλλον ~

[fr K, AG ἀμελέτητος, cpd w. AG, K μελετητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες