Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμελέτητα τα [amelétita] Ο41 : (προφ.) οι όρχεις ιδίως του σφαγμένου ζώου: H ταβέρνα μας προσφέρει επίσης συκωτάκια, σπλήνες κι ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. αμελέτητος3]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελέτητα1 [amelétita] adv
- without proper study:
- στον Eπιτάφιο δεν είναι ούτε το πρόσωπο του ρήτορα ούτε η ευκαιρία του λόγου διαλεγμένα πρόχειρα και ~ (Kakridis)
[der of αμελέτητος2; cf AG ἀμελετήτως]
- without proper study:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμελέτητα2 [amelétita] τα, euphem
- testicles, usually of slaughtered animal (syn αρχίδια, αχαμνά, λεγάμενα, λιμπά):
- είχαμε ~ σήμερα για φαΐ |
- μια μερίδα νεφρά, γλυκάδια κι ~! (order in a tavern) |
- έπιασε το κεφάλι του, κατόπι το κατέβασε στο στομάχι πρώτα, στ' ~ ύστερα (Karagatsis) |
- poem το δρεπάνι που 'χε αυτού σκορπίσει | του θεού τ' ~ κλ (Mavilis)
[substantiv. n pl of αμελέτητος2]
- testicles, usually of slaughtered animal (syn αρχίδια, αχαμνά, λεγάμενα, λιμπά):