Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμειψισπορά η [amipsisporá] Ο24 : (γεωπ.) μέθοδος καλλιέργειας της γης που συνίσταται σε συστηματική εναλλαγή των φυτών, τα οποία καλλιεργούνται στο ίδιο έδαφος· (πρβ. μονοκαλλιέργεια): ~ με σιτάρι και όσπρια. H ~ είναι βάση κάθε εντατικής καλλιέργειας. Mονοετής / διετής / τριετής
~, που γίνεται κάθε ένα / δύο / τρία
χρόνια.
[λόγ. < ελνστ. ἄμειψι(ς) `εναλλαγή΄ + σπορά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμειψισπορά [amipsisporá] η, (L) agric
- crop rotation, rotation (syn in αλλαξοσπορά)
[cpd of AG ἂμειψις 'change, interchange' & σπορά; cf ἀμειψι-κοσμίη, -ρρυσμία]