Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμείλικτος, επίθ.
-
- Σκληρός, άσπλαχνος:
- (Kαλλίμ. 505).
[αρχ. επίθ. αμείλικτος. H λ. και σήμ.]
- Σκληρός, άσπλαχνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμείλικτος -η -ο [amíliktos] Ε5 : 1.που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διάθεσης ή δυνατότητας για: α. επιείκια: ~ τιμωρός. Ο νόμος είναι ~. β. συνδιαλλαγή: ~ εχθρός. 2. που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα ή δυσκολία: ~ πόλεμος. Aμείλικτη πραγματικότητα. Aμείλικτα ερωτήματα.
αμείλικτα & (λόγ.) αμειλίκτως ΕΠIΡΡ: H φοροδιαφυγή θα παταχθεί αμειλίκτως. [λόγ. < αρχ. ἀμείλικτος, ελνστ. ἀμειλίκτως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμείλικτος, -η, -ο [amíliktos] (& αμείλιχτος) (L)
- ① inexorable, implacable, merciless, relentless, harsh (syn αδυσώπητος, ανηλεής, άσπλαχνος, άτεγκτος, σκληρός):
- ~ δυνάστης or κυβερνήτης |
- ~ εχθρός, ~ αντίπαλος, ~ ανταγωνιστής, ~ κατήγορος |
- ~ άνθρωπος |
- είναι ~ προς τους συγγενείς του |
- αμείλικτη σάτιρα, ~ σατιρικός |
- ~ σαρκασμός |
- ~ πόλεμος, e.g. εκήρυξε αμείλικτο πόλεμο σε κάθε κοσμική διασκέδαση, τους έστησαν τον πόλεμο |
- αμείλικτη απειλή, αμείλικτη επίθεση |
- αμείλικτη εχθρότητα |
- η αμείλικτη μοίρα, αμείλικτο κακό, αμείλικτο τέλος |
- η αμείλικτη αλήθεια της ζωής |
- κρατεί μιαν αμείλικτη σιωπή |
- αμείλικτη τιμωρία |
- ~ αγώνας ζωής και θανάτου |
- αμείλικτη πάταξη κάθε ανυπακοής |
- αμείλικτη απομόνωση |
- ~ ρεαλισμός |
- αμείλικτη πραγματικότητα |
- αμείλικτη σκοπιμότητα |
- αμείλικτη ματαιότητα |
- αμείλικτη άρνηση |
- αμείλικτη αδιαλλαξία |
- αμείλικτη καταδίωξη των εχθρών |
- αμείλικτοι διώκτες των αιρετικών |
- αμείλικτη επέκταση |
- φοβερός και ~ ασκητής (ο Σαβοναρόλα) |
- το χέρι του νόμου πέφτει αμείλικτο |
- το αμείλικτο κυνήγημα του περιττού |
- τους καταδιώκανε με τρόπο αμείλικτο |
- αμείλικτο ερώτημα |
- αμείλικτο δίλημμα |
- ο ~ χρόνος |
- μοντέλο με το αμείλικτο βλέμμα |
- κάτω από την αμείλικτη πίεση των πραγμάτων |
- στη φαντασία των ανθρώπων οι θεϊκές δυνάμεις έχουν κάτι το αμείλικτο (Karouzos) |
- το αίσθημα, το σκοτεινό και αμείλιχτο (τόσο κοντά στο μίσος) απαιτούσε μια επανόρθωση (Melas) |
- ήταν ένας αυστηρός και ~ ιερουργός (id.) |
- τα φώτα της σκηνής είναι αμείλικτα, απαιτούν δράση, κίνηση κλ (id.) |
- το κοινό (του θεάτρου) είναι σκληρό κι αμείλικτο ... κι ό,τι ζητεί είναι επιτεύξεις (Thrylos)
- ② rigorous, strict (syn αυστηρός):
- ~ στην απόφασή του |
- αμείλικτη λογική, κριτική, γνώμη, συνέπεια, αυστηρότητα |
- ~ νόμος, αμείλικτο μέτρο |
- το πνεύμα της αμείλικτης νομοτέλειας |
- αμείλικτη εσωτερική αναγκαιότητα |
- αμείλικτη ενδοσκόπηση |
- ~ κριτής, δικαστής, κριτικός, ιστορικός |
- αμείλικτοι θεματοφύλακες |
- η αμείλιχτη δικαιοσύνη |
- η αμείλικτη κρίση της συνείδησης |
- η αμείλικτη κίνηση της ιστορίας |
- την πείραζε η αμείλιχτη ανατομία του μεγάλου συγγραφέα (Xenop) |
- οι τυφλές κ' οι αμείλικτες πράξεις του πεπρωμένου χάνουν το φοβερό χαρακτήρα τους (Papantoniou) |
- η τέχνη είναι ένας κανόνας ~ (Geros) |
- το αίτημα της τέχνης είναι αμείλικτο (Tsatsos) |
- (η απάρνηση κάθε ιδεώδους) ανάγκασε το Φώτο Πολίτη να γίνει ~ σταυροφόρος του ιδεαλισμού (Panagiotop) |
- η κριτική σκέψη οφείλει τη δύναμή της στον αμείλικτο έλεγχο και αυτοέλεγχο που ασκεί (Papanoutsos) |
- poem και αν προβλέπεις, | πάντα να προβλέπεις | με μιαν αμείλικτη ακρίβεια (Stefanou)
[fr MG αμείλικτος ← K, AG ἀμείλικτος, cpd w. μειλικτός]
- ① inexorable, implacable, merciless, relentless, harsh (syn αδυσώπητος, ανηλεής, άσπλαχνος, άτεγκτος, σκληρός):