Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμείλικτα [amílikta] adv (& less freq αμείλιχτα)
- ① unmitigably, implacably, inexorably, harshly, unsparingly, relentlessly (syn αδυσώπητα, σκληρά):
- η λαθροθηρία πατάσσεται ~ |
- με σαρκάζει ~ |
- τιμωρεί ~ το κακό και το αταίριαστο |
- ετιμωρήθη ~ και παραδειγματικά |
- τον κυνηγούσαν ~, εκδικητικοί |
- διώκεται ~ |
- τον πολεμεί πάντα ~ |
- πολεμούσε αμείλιχτα τους νεωτερισμούς |
- τους χτυπάνε με τα μαστίγια ~ |
- μαστιγώνει τα κακά με σφοδρότητα, ~ |
- παρακολουθούσε αμείλιχτα την κάθε κίνηση ή ομιλία μας |
- (ο Aποστολάκης) σάρωσε ~ όλες τις θεωρούμενες ένδοξες μορφές της νεοελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας (Melas) |
- το σύμβολο της κοινής ηθικής, ~ σατιριζόμενο από τον Ίψεν (id.) |
- το όπιο και η πορνεία καταδιώκονται αμείλιχτα (Panagiotop) |
- το παρόν έθετε ~ μεγάλες και σκληρές απαιτήσεις (Papanoutsos) |
- η επίθεση ζυγώνει αργά και ~ σαν καταιγίδα (Theotokas) |
- πάνω απ' όλες αυτές τις προσπάθειες περνάει ~ το σφουγγάρι του καιρού (Chatzinis)
- ② rigorously, strictly (syn αυστηρά):
- για να είμαι ~ ειλικρινής |
- οι φυσιολογικοί νόμοι λειτουργούν ~ |
- απορρίπτει ~ τα πλείστα φιλοσοφικά συστήματα |
- αγάλματα του πεθαμένου ... αμείλιχτα ρεαλιστικά, με όλες τις ασκήμιες του ανθρώπου (Kazantz) |
- ο Voltaire πλήττει ~ με τον έλεγχο και τη σάτιρά του τους θεσμούς (Papanoutsos)
[der of αμείλικτος]
- ① unmitigably, implacably, inexorably, harshly, unsparingly, relentlessly (syn αδυσώπητα, σκληρά):