Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβροσία η [amvrosía] Ο25 : η τροφή των θεών σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία: Nέκταρ και ~. || (σπάν., επέκτ.) χαρακτηρισμός για πολύ νόστιμο και συνήθ. σπάνιο φαγητό.
[λόγ. < αρχ. ἀμβροσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμβροσία η.
-
- H αμβροσία ως ποτό των θεών αντί για το νέκταρ· το εύγευστο κρασί:
- (Zήν. Πρόλ. 189).
[αρχ. ουσ. αμβροσία. H λ. και σήμ.]
- H αμβροσία ως ποτό των θεών αντί για το νέκταρ· το εύγευστο κρασί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβροσία [amvrosía] η, (L)
- ① Gr myth food of the gods, ambrosia:
- σέρβιρε το πιο καλοφτιαγμένο νεραντζάκι του κόσμου· η πικρίλα του θύμιζε ~ κ' η μυρουδιά του σ' ανάστενε (Moskovis) |
- είναι κάτι σαν θείο δώρο αυτή η πληγή. Eίναι σαν ~ θεϊκή που το πολυδίψαστο από τον πόθο κορμί θέλει να γευθεί (Chourmouzios) |
- poem δε σου χορταίνει την ψυχή το νέκταρ, η ~ (Palam) |
- ... ω λατρεμένοι | θνητοί από τις θεές που σας μοιράσαν | την ~ στον Όλυμπο της αγκαλιάς τους (id.) |
- κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφήνοντας | κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας | τ' αρώματα χύνει επάνω του (Kavafis) |
- άνοιξη όλο σαν εκείνο | μ' όλα τα δεντρά ανθισμένα | κ' ευωδάτα ως ~ (Sikel) |
- που το απαλό το μούρμουρο των δροσερών φωνών, | τα δώρα της ξενίας, το νέκταρ, η ~; (Zevgoli)
- ⓐ tasty food:
- ~ είναι αυτή η σούπα |
- έψησε δύο αβγά, που μου τα σερβίρισε με μια φέτα σπιτήσιο ψωμί, λίγο τυρί και δυο κρομμυδάκια. Tι ~ ήταν εκείνη! (Chourmouziadis)
- ⓑ intellectual & artistic pursuits & enjoyment, as food for the mind:
- θα ήθελαν τάχα όσοι διακονούν το πνεύμα να αντικαταστήσουν την ~ τους με τις υλικές ανέσεις; (Papanoutsos)
- ② bot the ragweed Ambrosia maritima (syn βρωμούσα, βρωμόχορτο)
[fr MG αμβροσία 'nectar; tasty wine' ← AG ἀμβροσία 'immortality; ambrosia', substantiv. f of ἀμβρόσιος, der of ἂμβροτος 'immortal, divine']
- ① Gr myth food of the gods, ambrosia:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβροσιακός, -ή, -ό [amvrosiakós] (L)
- exceptionally pleasing to taste and/or smell, exceptionally tasty or fragrant, ambrosial, divine (syn θεϊκός, θείος):
- αμβροσιακό φαΐ
[der of αμβροσία w. suff -κός]
- exceptionally pleasing to taste and/or smell, exceptionally tasty or fragrant, ambrosial, divine (syn θεϊκός, θείος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβροσιανός -ή -ό [amvrosianós] Ε1 : στον όρο αμβροσιανό μέλος*.
[λόγ. < μσνλατ. (Hymnus) Ambrosi(acus) -ανός (από το όν. επισκόπου του Μιλάνου)]