Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμβλύς -εία -ύ [amvlís] Ε7α : (λόγ.) ANT οξύς. 1. που δεν καταλήγει σε αιχμή: Για τον τραυματισμό χρησιμοποιήθηκε αμβλύ αντικείμενο, πιθανώς σφυρί. || (μαθημ.): Aμβλεία γωνία, που είναι μεγαλύτερη απο την ορθή. 2. (μτφ.) που έχει μειωμένη ένταση: ~ ήχος. Aμβλεία αντίληψη / όραση / ακοή.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀμβλύς, ουσ. ἡ αμβλεῖα (ενν. γωνία)· 2: κατά το αντ. οξύςII]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβλύς, -εία, -ύ [amvlís] (L)
- ① not sharp, blunt, dull (syn στομωμένος, ant αιχμηρός, οξύς, κοφτερός):
- αμβλύ μαχαίρι, αμβλύ ξίφος, ~ πέλεκυς
- ② geom obtuse:
- αμβλεία γωνία obtuse angle |
- η γωνία του κάμπου του αναγλύφου είναι αμβλεία (Bakalakis) |
- ο αριστερός πήχυς κάμπτονταν στον αγκώνα κάπως χαμηλότερα από ό,τι ο δεξιός και σχημάτιζε έτσι μια αμβλεία γωνία (id.) |
- το στενόμακρο ορθογώνιο του κυρίως τμήματος της κατόψεως παρουσιάζει μια ελαφριά θλάση στα δύο τρίτα του μήκους του, η οποία σχηματίζει μια αμβλύτατη γωνία (Vasileiadis) |
- στο μάρμαρο του τραπεζιού κάποιος αυριανός φημισμένος ζωγράφος είχε σχεδιάσει μια κίνηση χορού, δυο πόδια γυναικεία ανοιγμένα σε αμβλεία γωνία (Panagiotop) |
- το οριζόντιο επίπεδο των πλαγίων οστών δεν σχηματίζει οξεία γωνία. H γωνία δεν είναι αμβλεία, αλλά ενδιάμεση (Poulianos)
- ③ fig dull, blunt, obtuse (syn αδυνατισμένος or αδύνατος, άτονος, εξασθενημένος, χαλαρός):
- αμβλεία ακοή (ant οξεία ακοή) |
- ~ τον νουν (L) or ~ obtuse, dull-witted (syn αμβλύνους, ant ευφυής, οξύς) |
- οι αμβλύτεροι άνθρωποι |
- τόσο αμβλύ είναι το αισθητήριο της απρόσωπης δικαιοσύνης (Papanoutsos)
[fr AG ἀμβλύς]
- ① not sharp, blunt, dull (syn στομωμένος, ant αιχμηρός, οξύς, κοφτερός):