Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαχητί [amaxití] επίρρ. : (λόγ.) 1. χωρίς μάχη ή πόλεμο: H πόλη / το φρούριο / η χώρα παραδόθηκε ~. 2. (μτφ.) χωρίς αντίσταση: Δεν της αρέσει να παραδίνεται ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμαχητί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαχητί [ama ití] adv (L)
- without fighting, without striking a blow, without a struggle:
- υπεχώρησε ~ |
- η φρουρά του Πηλούσιου παρεδόθη σχεδόν ~ στον Oκτάβιο (Roussos) |
- πάρθηκε ~ το διάσελο (Terzakis) |
- οι γυναίκες οργάνωσαν συλλαλητήριο για να παραδοθεί η πόλις ~ (id.) |
- να μην τον εκτοπίσουν ~ τα σαχλόπαιδα (id.) |
- τρεχάτε να θαυμάστε πώς μας βατεύουν παραδομένους ~ (Lamprou) |
- το δράμα, αν υπάρχει, υπάρχει στο ότι ηττάται ~ (Athanasiadis-N)
[fr AG ἀμαχητί]
- without fighting, without striking a blow, without a struggle: