Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαρτύρητος, -η, -ο [amartíritos]
- ① not witnessed to, not proved w. evidence, unattested (syn αβεβαίωτος, απιστοποίητος, αμάρτυρος) (L):
- ~ τύπος μιας λέξεως |
- αμαρτύρητη γραφή unattested reading (spelling) |
- η παιδική και νεανική ζωή (του Pήγα) έχει περάσει σε πολλαπλά δίχτυα θρύλων, αντιφατικών και αμαρτύρητων |
- η οικογένειά του ολάκερη σπαράχτηκε από τους Tούρκους (Melas)
- ② undisclosed, unrevealed, not betrayed (ant μαρτυρημένος) of a youngster by his classmates or playmates to teacher or parent:
- αμαρτύρητο μυστικό |
- ο τάδε γλύτωσε, γιατί έμεινε ~ από τους φίλους του
[fr PatrG ἀμαρτύρητος (5th c. AD) ← AG]
- ① not witnessed to, not proved w. evidence, unattested (syn αβεβαίωτος, απιστοποίητος, αμάρτυρος) (L):