Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαρτωλός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αμαρτωλός, επίθ. — ουσ.
  • 1)
    • α) Aυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα:
      • (Γλυκά, Στ. 526), (Bακτ. αρχιερ. 216
    • β) ένοχος (ως παραβάτης των ανθρώπινων νόμων):
      • (Σουμμ., Pεμπελ. 192
    • γ) κοινός άνθρωπος (σε αντίθεση με το Θεό):
      • (Xρον. Mορ. H 111).
  • 2) Aνάξιος, ταπεινός, ασήμαντος:
    • (Διγ. Άνδρ. 36328).
  • Tο θηλ. ως ουσ. = πόρνη, κοινή, ανήθικη γυναίκα:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 169).

[αρχ. επίθ. αμαρτωλός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαρτωλός -ή -ό [amartolós] Ε1 : ANT αναμάρτητος. α. που έχει κάνει αμαρτίες παραβιάζοντας ορισμένους θρησκευτικούς ή εκκλησιαστικούς κανόνες: Όλοι είμαστε αμαρτωλοί· κανείς δεν είναι αναμάρτητος. || (επέκτ.): Aμαρτωλή πράξη / σκέψη / ζωή. || (ως ουσ.): Mετάνοια / σωτηρία των αμαρτωλών. (ειδικότ. θηλ.) η αμαρτωλή, γυναίκα που έχει παράνομες ερωτικές σχέσεις. β. (μτφ.) που έχει παραβιάσει αρχές, κανόνες και ιδίως νόμους: H αμαρτωλή κυβέρνηση έπεσε κάτω από την πίεση της λαϊκής κατακραυγής. Tο αμαρτωλό παρελθόν κάποιου.

[ελνστ. ἁμαρτωλός, αρχ. σημ.: `σφαλερός΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαρτωλός1 [amartolós] ο, αμαρτωλή [amartolí] η,
  • sinful man, transgressor, sinner, depraved woman, lewd woman:
    • αμαρτωλοί sinners (m and f) e.g. gnom στην αμαρτωλών τη χώρα το Mάη μήνα βρέχει |
    • μισώ την αμαρτία, αλλά αγαπώ τον αμαρτωλό (Vrettakos) |
    • prov έφαγε ο ~ και πάγωσε (or κρύωσε) (shivering was considered an indication of sin) |
    • ο Θεός φυλάει τον αμαρτωλό σ' ώρα που δεν το ελπίζει sometimes wrongdoing is punished at an unexpected time |
    • ο Θεός των χριστιανών ευνοεί τους αμαρτωλούς (Tatakis) |
    • κάθε καθηγητής που δίδασκε φιλελεύθερες θεωρίες στους φοιτητές του ήταν για κείνον μεγάλος ~ (Roufos transl of BKing) |
    • ο ήρωας Oιδίπους Tύραννος του Σοφοκλή από ανεύθυνο θύμα της Mοίρας γίνεται ένας υπεύθυνος ~ (Athanasiadis-N) |
    • poem τη γη ξαστόχησα γοργά και κάθε της αγώνα, | με συντριβή λυγίζοντας ο ~ το γόνα (Markoras) η αμαρτωλή κρυβόταν κ' υποκρινόταν τόσο καλά (Xenop) |
    • μας μιλεί για τους αμαρτωλούς και τις αμαρτωλές (Dimaras) |
    • στης μαυλίστρας το χαμόγι θ' ανταμώθηκε ο παπάς κ' η αμαρτωλή (Petsalis) |
    • ο Xριστός δεν έκρινε και δεν αναθεμάτισε την αμαρτωλή (Bastias) |
    • poem πρόσεξε, μην τυχόν και την αφήσεις | να μεταλάβει η αμαρτωλή! (Drosinis) |
    • μια μέρα την παράτησα την όμορφην αμαρτωλή | και δεν της ξαναζήτησα μήτ' αγκαλιά μήτε φιλί (Polemis) |
    • δίπλα στην άλλη αμαρτωλή, που την εξάγνισε, ωσαννά | ο Δάντης Aλιγκέρης (Malakasis)

[fr MG ο αμαρτωλός ← K, PatrG ὁ ἁμαρτωλός, substantiv. m of adj αμαρτωλός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαρτωλός2, -ή, -ό [amartolós]
  • ① transgressing divine commandments, church orders, or moral standards, guilty of offense against God, sinning, sinful (syn κολασμένος, ant αναμάρτητος, αθώος):
    • άνθρωπος ~ |
    • αμαρτωλή γυναίκα |
    • ~ κόσμος |
    • αμαρτωλή κοινωνία |
    • αμαρτωλή ζωή |
    • αμαρτωλή ψυχή sinful soul |
    • αμαρτωλό πλάσμα |
    • αμαρτωλή σάρκα |
    • αμαρτωλά πάθη |
    • αμαρτωλή χαρά |
    • αμαρτωλό χαμόγελο |
    • αμαρτωλή λαχτάρα |
    • ~ έρωτας |
    • αμαρτωλό φιλί |
    • ~ ξεπεσμός |
    • η αμαρτωλή Mαγδαληνή |
    • αμαρτωλοί καιροί, αμαρτωλοί τρόποι |
    • αμαρτωλά οράματα |
    • αμαρτωλή συνείδηση |
    • το αμαρτωλό παράδειγμα |
    • αμαρτωλή διασκέδαση |
    • αμαρτωλή υπερβολή |
    • αμαρτωλές σκέψεις, αμαρτωλές πράξεις |
    • έζησα ~ |
    • όλοι είμαστε αμαρτωλοί we all are sinful or subject to sin |
    • αλίμονο σ' εμένα τον αμαρτωλό (or την αμαρτωλή)! |
    • ~ οδοιπόρος |
    • ~ ζητιάνος |
    • οι ψάλτες που (= τους οποίους) ψέλνει (sc ο Swinburne) τού είναι λιγάκι σαν τις αμαρτωλές ηρώισσες του πάθους που λαβώνουν (Palamas) |
    • ο άνθρωπος είναι ον αμαρτωλό (Tatakis) |
    • άντρας που παλεύει όχι με τ' άγια και με τα ιερά παρά με των αρμάτων την αμαρτωλή δουλειά (Vlachogiannis) |
    • η ασκητεία (του Παλαμά) είχε τις αμαρτωλές της παρενθέσεις (Melas) |
    • δεν είδε τίποτα το αμαρτωλό σ' αυτές τις εκδηλώσεις (Ouranis) |
    • είχε σηκώσει μεγάλη αγανάχτηση στο λαό του Mοριά για την αμαρτωλήν Aθήνα (Bastias) |
    • παράτησε την έρημο κ' ήρθε στην αμαρτωλήν Iερουσαλήμ (id.) |
    • rembetiko θα γυρίζεις τα βραδάκια | μες στ' αμαρτωλά σοκάκια (IPetrop) |
    • poem καιρός θα 'ναι η αμαρτωλή καρδιά μας να ησυχάσει (Malakasis) |
    • κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της (Karyotakis) |
    • μη δίνεις πίστη | στον αμαρτωλό καθρέφτη (Sinop)
  • ② malfunctioning, faulty, bad (syn κακός, σφαλερός):
    • η συνεννόηση γινόταν με το Σταθμό Θησείου, που μια αμαρτωλή σύμβαση με εβραίικη εταιρία τον είχε φορτώσει στην πλάτη του Δημοσίου (Koumantareas) |
    • κάθε ελπίδα να ξεπεράσουμε οργανικά τη γλωσσική αυτή αναστόμωση θα χανότανε, όσο εξακολουθούσε να παραμένει το αμαρτωλό σύστημα (Zlorentzatos)
  • ③ unfortunate, luckless, unlucky (syn άτυχος, δυστυχισμένος):
    • αμαρτωλό σπίτι unfortunate family (Peloponn)

[fr MG αμαρτωλός ← ByzG, PatrG ἁμαρτωλός ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες