Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαρτωλά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμαρτωλά [amartolá] adv
  • in a sinful way, sinfully:
    • εξηγούν ~ το λόγο του κήρυκα |
    • βλέπουμε να σαλεύουν ~ οι σκιές της Bιργινίας και του Άθω Bολάνη (Spanoudi) |
    • εκείνες αναγέρναν ~ μ' ένα λάγγεμα αθέλητο, σαν οργισμένο (Vlami) |
    • poem για να σας γγίξω ~ δεν τ' άπλωνα το χέρι, | λουλούδια, ό,τι πιο όμορφο, είναι και πιο μακριά (Palam) |
    • ιδές με. Tο φεγγάρι σου | σε μένα ρίξε τώρα | και πες μου αν τέτοιαν ώρα | ~ αγρυπνώ (Malakasis) |
    • δε δέχομαι πως φταίνε οι γονείς μου κι ότι η μητέρα μου | ~ μ' έφερε μέσα στην κοιλιά της (Chakkas)

[der of adj αμαρτωλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες