Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαρταίνω [amarténo] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει : (προφ.) αμαρτάνω. || για εξωσυζυγική σεξουαλική πράξη: Aμάρτησε με την καλύτερη φίλη της γυναίκας του.
[μσν. αμαρταίνω < αμαρτ(άνω) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαρταίνω s. αμαρτάνω.