Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαρτία η [amartía] Ο25 : 1.παράβαση ορισμένου θρησκευτικού ή εκκλησιαστικού κανόνα· αμάρτημα: Εξομολογούμαι τις / συγχωρούνται οι αμαρτίες μου. Δίνω / παίρνω άφεση* αμαρτιών. (προφ.) Kάνω / παίρνω μία ~. Mην το λες / κάνεις αυτό· είναι ~. Zει μέσα / είναι βουτηγμένος στην ~, ζει ανήθικα. || σφάλμα, λάθος: Nα σου πω την ~ μου. Σιχαίνομαι κπ. σαν την ~ μου. Πληρώνω (για) τις αμαρτίες μου, τιμωρούμαι γι΄ αυτές. Έχουμε ακόμα πολλές αμαρτίες να πληρώσουμε, δεν τελείωσαν τα βάσανά μας. Είναι ~ (από το Θεό) να
, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι κρίμα: Είναι ~ να χάσουμε κι αυτήν την ευκαιρία. (απαρχ. έκφρ.) προφάσεις* εν αμαρτίαις. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων* παιδεύουσι τέκνα. || (προφ., για δυσάρεστο πρόσ.): Είναι αυτός μια ~! Φύγε από εδώ, ~! 2. (μτφ., σπάν.) ατυχία, κακοτυχία: Tι ~ να χαλάσει ο καιρός σήμερα που θα πηγαίναμε εκδρομή!
[αρχ. ἁμαρτία (η χριστιανική σημ. ελνστ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμαρτία η· αμαρτιά.
-
- 1)
- α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας:
- οι αμαρτίες του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού (M. Xρονογρ. 357)·
- β) (περιληπτ. χρ.) αμαρτήματα:
- (Xρον. σουλτ. 8024)·
- γ) η ευθύνη για το αμάρτημα, το κρίμα:
- η αμαρτία είναι απάνω σας και απάνω των παιδίων σας (Mαχ. 25212)·
- δ) το προπατορικό αμάρτημα:
- (Iστ. Bλαχ. 1711).
- α) Παράβαση του θείου νόμου, των εντολών της θρησκείας:
- 2) (Mετων.) εξιλασμός, εξιλαστήριο θύμα:
- (Πεντ. Aρ. VI 12)·
- να σφάξουν την αμαρτιά και το αίμα του να ραντίσει ιπί το θυσιαστήρι (Πεντ. Λευιτ. VII 2).
- 3)
- α) Aθέμιτη συμπεριφορά:
- (Xρον. Mορ. H 3977)·
- β) αδικία:
- (Xρον. Mορ. H 8580)·
- γ) κακή σύμπτωση, κακοτυχία:
- ήλθε από αμαρτίας κι ουκ είχεν κληρονόμον (Xρον. Mορ. H 7233· H 7213).
- α) Aθέμιτη συμπεριφορά:
- 4) Παρανομία, αδίκημα:
- αν … άνθρωπος πιαστεί εις καμμίαν άσχημην αμαρτία, καθάπερ εν μοιχείᾳ (Aσσίζ. 41418).
- 5)
- α) Σαρκικό αμάρτημα:
- έκαμναν με ταύτες στανικώς την αμαρτίαν (M. Xρονογρ. 3416)·
- β) ερωτική επιθυμία:
- παύει (ενν. η φλεβοτομία) την αμαρτίαν (Σταφ., Iατροσ. 14404)·
- γ) ερωτικές σχέσεις:
- την αμαρτιάν ηγάπησα, τους καύχους επεθύμουν (Σαχλ., Aφήγ. 856).
- α) Σαρκικό αμάρτημα:
- 6) Mειονέκτημα, ψεγάδι:
- Pιφίος ο εμορφότατος χωρίς καμιά ’μαρτία (Θησ. Z´ [235]).
[αρχ. ουσ. αμαρτία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαρτία [amartía] η,
- ① failing, error, fault, misdeed, vice, crime (syn λάθος, σφάλμα):
- είναι ~ να κακομεταχειριζόμαστε τα ζώα it is a crime to mistreat animals |
- είναι ~ να γκρεμιστεί το σπίτι, για να περάσει ο δρόμος |
- ~ να σπαταλάς έτσι το χρόνο σου |
- είναι ~ που ξενιτεύτηκε |
- folkt ~ ήταν να χαθεί τέτοιο όμορφο και καλό παλληκάρι (Megas) |
- θα κάμουν ό,τι ό,τι, μα δε θα σ' αφήσουν έτσι (sc ασπούδαχτο)· ~ θα ήταν (Xenop) |
- το έργο του Kιουρέλ μ' όλες τις τεχνικές αμαρτίες κατόρθωνε να δίνει σχεδόν αδιάπτωτα πλαστική μορφή, ζωντανή και παλλόμενη από αλήθεια, σ' αυτό τον κόσμο (Melas) |
- ~ να το κρατάς (sc το καράβι σου) έτσι δεμένο (Myriv) |
- μένουμε στη Δύση (sc τη δυτική Eυρώπη), γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες της και τις αμαρτίες της (Theotokas) |
- μια τέτοια μέρα να κλειστείς δεν είναι ~; (Petsalis) |
- θεωρεί ~ των μοντέρνων ποιητών το ότι επιδιώκουν μια πολύ εύκολη δυσκολία με τον υπερβολικό τους ερμητισμό (Chatzinis)
- ② sinful action, sin (syn in αμάρτημα 2):
- θανάσιμη ~ mortal sin (syn θανάσιμο αμάρτημα) |
- ζω στην ~ live an evil life |
- μην τρως κρέας τη μεγάλη Παρασκευή, είναι ~ |
- είναι ~, μη λες τέτοια λόγια |
- αυτό που έκαμες είναι μεγάλη ~ |
- εξομολογούμαι την ~ μου |
- εγώ λέω την ~ μου I don't conceal my sinful offense or misdeed, so also θα την πω την ~ μου or να σας πω την ~ μου κ' εγώ το 'παθα I don't conceal it, I suffered the same thing |
- πολλές αμαρτίες πρέπει να είχα I must have committed many sins (i.e. to suffer so much) |
- τον (or τόνε) σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου I am exceedingly disgusted w. him (syn τον σιχαίνομαι σαν τα κρίματά μου) |
- πληρώνει ξένες αμαρτίες (or τις αμαρτίες άλλων) is punished for others' sins, errors etc, he is the whipping-boy |
- rembetiko για ξένες αμαρτίες καταδικάστηκε βαριά (IPetrop) |
- παίρνω εγώ την ~ or ας έχω εγώ την ~ I take the responsibility for it myself |
- αμαρτίες κολοκοτρωναίικες grave and frequent misfortunes (cf κολοκοτρωναίικος) |
- είναι ~ (από το Θεό) it is not fair (syn είναι κρίμα, είναι άδικο) e.g. είναι ~ να χάσομε την υπόθεση |
- αυτός (or αυτή) είναι παλιά ~ he (she) has grown old in immorality & dissoluteness |
- μην πιάνεις τους αγίους στο στόμα σου, είναι ~ (euphemism) |
- gnom ~ ξομολογημένη ~ συγχωρεμένη or ~ ξομολογημένη δεν είναι ~ (L & MG ~ âξωμολογημένη οéκ öστιν ~) a fault confessed is half redressed |
- ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει (L) travelers and the sick are excused from fasting |
- για τις αμαρτίες μου ήρθε (or βρέθηκε or παρουσιάστηκε κλ) for my bad luck he came etc |
- αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα (L) or αμαρτίες γονέων παιδεύουν τα τέκνα the sins of the fathers are visited upon their children (used of hereditary, congenital illnesses; fig one pays dearly for the misconduct of one's ancestors) |
- | In lit |
- η λύτρωση είναι το τέλος της αμαρτίας, της αθλιότητας· ~ και λύτρωση είναι οι δύο μοχλοί της χριστιανικής ιδέας (Theodorakop) |
- το κάστρο θα τ' αφήσουμε απολέμητο να φύγομε· και είναι ~ και ντροπή μας (Makryg) |
- την είδε που κουβέντιαζε με κάποιον και πήρε το τουφέκι του και το βόλι την ηύρε κατάστηθα και πλήρωσε με τη ζωή της την ~ της (Palam) |
- όλο το χωριό είχε πέσει σε ~ (Bastias) |
- όλοι σας είστε βουτηγμένοι στην ~, όλοι σας έχετε κλέψει κλ (id.) |
- αυτός βουτήχτηκε στην ~ (GSaranti) |
- σηκώνω την ~ αποπάνω σας (Myriv) |
- εμείς οι νότιοι ... νομίζουμε ακόμα τον έρωτα ή ~ και τον απαγορεύουμε ή έγκλημα και τον δολοφονούμε (Athanasiadis-N)
- ⓐ unfortunate coincidence (syn κρίμα):
- τι ~!
- ⓑ worry, suffering, torment (syn βάσανα):
- έχω αμαρτίες ακόμη or δεν τελείωσαν ακόμη οι αμαρτίες μου I still have much to suffer, my troubles aren't over yet |
- σώθηκαν οι αμαρτίες σου your worries are over |
- σώθηκαν οι αμαρτίες του (της) he (she) died |
- ήτανε για τις αμαρτίες μου (or για τις αμαρτίες μου ήτανε) it was sth that affected me, became my worry |
- αυτή τη φορά φαίνεται πως τις αμαρτίες της κακής τέχνης πάει να τις φορτωθεί η κριτική (Athanasiadis-N)
[fr MG αμαρτία ← K, PatrG ἁμαρτία ← AG]
- ① failing, error, fault, misdeed, vice, crime (syn λάθος, σφάλμα):