Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαρτάνω [amartáno] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει : κάνω αμαρτία παραβαίνοντας έτσι ορισμένο θρησκευτικό ή εκκλησιαστικό κανόνα: Aμαρτάνεις που βλαστημάς / που τρως κρέας την Παρασκευή.
[λόγ. < ελνστ. ἁμαρτάνω, αρχ. σημ.: `δεν πετυχαίνω το στόχο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμαρτάνω· αμαρταίνω.
-
- 1)
- α) Παραβαίνω το θείο νόμο, κάνω αμαρτία:
- (Iστ. Bλαχ. 1373), (Xρον. Mορ. P 38)·
- β) (με εμπρόθ. προσδ. προσώπου) σφάλλω απέναντι σε κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [661]).
- α) Παραβαίνω το θείο νόμο, κάνω αμαρτία:
- 2) Yποπίπτω σε σαρκικό αμάρτημα:
- (Iστ. πατρ. 11914).
[αρχ. αμαρτάνω. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαρτάνω [amartáno] &, μαρταίνω, prp αμαρταίνοντας, ipf αμάρτανα & αμάρταινα, aor αμάρτησα (s.
- entry ήμαρτον), subj αμαρτήσω, pf έχω αμαρτήσει
- ① be in error, commit an error, make a mistake (syn λαθεύω, κάνω λάθος, πλανώμαι):
- το κείμενο αμαρτάνει σε πολλά και έχει βασικές ασυνέπειες (Despotop) |
- πόσο αμαρτάνουν οι πρωτευουσιάνοι, οι ξενομανείς που τον έμαθαν τα χριστούγεννα να παπαγαλίζει το γκι αντί του μελλός (Floros) |
- η εκτέλεση της σουίτας των ισπανικών χορών αμάρτανε όχι μόνο στο θέμα της υπερβολής (ChKliridis) |
- η μοντέρνα ποίηση αμαρτάνει κατά το ότι παραλείπει σκόπιμα τη σύνδεση του νέου, που ανακαλύπτει, με το παλιό που υπάρχει ήδη μέσα μας, διακόπτει τη συνέχεια (Chatzinis)
- ② commit a sin, trespass moral law or God's commandment, sin (syn διαπράττω αμάρτημα L, κάνω αμαρτία, κολάζομαι):
- αμαρτάνεις που κλέβεις |
- αμαρτάνει που βλαστημάει |
- αμαρτάνουμε που τρώμε κρέας |
- ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος ν' αμαρταίνει |
- ένοιωσα πως αμάρτησα |
- gnom όποιος δε γεννήθη δεν αμάρτησε (cf Justin., PG 6.1329 οéδεdς γεννηθεdς nς οéχ ≥μαρτεν κλ) |
- οι χριστιανοί δεν κρίνονται άξιοι της φιλανθρωπίας του Θεού, γιατί δεν είχαν πάψει να αμαρτάνουν και να γίνονται χειρότεροι (Vacalop) |
- αμαρτάνει όποιος ακολουθεί οδό που βρίσκεται πέρα από τους φυσικούς νόμους (Palaiologos) |
- με τον Aδάμ αμάρτησαν όλοι απ' αρχής και μ' αυτόν είναι όλοι οι άνθρωποι παραδομένοι στην οργή του θεού (Theodorakop) |
- από αμάθεια και πλάνη, "επιστήμης ενδεία", αμαρτάνουν όσοι κακουργούν (Papanoutsos) |
- τιμωρείται ο κακός, επειδή μπορούσε να πράξει το αγαθό και όμως αμάρτησε (id.) |
- ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος· έπεσεν όμως στην αμαρτία, επειδή είχε τη δύναμη να αμαρτάνει (Tatakis) |
- ταράχτηκα· μονοστιγμής ένοιωσα πως αμάρταινα κ' εγώ στο θεό μου (Kazantz) |
- στο πρόσωπο του προγόνου αμαρταίνει κι ο έγγονος (id.) |
- απ' όλα τα πλάσματα του θεού ο άνθρωπος μονάχα μπορεί κι αμαρταίνει· τι θα πει αμαρταίνει; χαλνάει την αρμονία (id.) |
- ο "ευρωπαίος άνθρωπος" έχει πολύ αμαρτήσει (Panagiotop) |
- η παλιότερη γενιά έχει πολύ σε πολλά αμαρτήσει, συχνά όχι από δική της κακή προαίρεση (id.) |
- την κληματαριά μας την ετρύγησε εξεπίτηδες ο πάτερ-Στέφανος, για να μην την τρυγάνε στα κλεφτά τα καλογέρια και αμαρταίνουν (Papatsonis) |
- poem θαρρώντας πως αμάρτησα, | το μέρος που 'σαι αφήνω (Markoras) |
- τα περιφρόνησα, αμαρτία βαφτίζοντάς τα, | κι αμαρταίνοντας, έτσι, για να υπακούσω μόνο | δαιμονικά κελεύσματα |
- το Nόμο που τον Θεόν αρνιέται (Diktaios)
- ⓐ have illicit sexual intercourse, fornicate, commit adultery (syn συνουσιάζομαι L; διαπράττω μοιχεία):
- αμάρτησε με τη δείνα |
- είναι μια δυστυχισμένη που αμάρτησε μ' ένα βοσκό (Prevelakis) |
- έχει πλαγιάσει με γυναίκα αυτός· και, καθώς κοιτάζει τη φωτιά, η βρωμερή επιθυμία κι ο πειρασμός ανάβουν μέσα του πάλι κι αμαρταίνει (Kovvatzis) |
- η Φιλντ δίνει όλη την παθητικότητα της παντρεμένης που αμάρτησε, που γεύεται την αμαρτία της και πελαγώνει στις συνέπειές της (Ploritis)
[fr MG αμαρτάνω & -αίνω ← PatrG, K ἁμαρτάνω ← AG; cf also ήμαρτον]
- ① be in error, commit an error, make a mistake (syn λαθεύω, κάνω λάθος, πλανώμαι):