Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξοστάσιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαξοστάσιο το [amaksostásio] Ο42 : χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις, στον οποίο σταθμεύουν και φυλάγονται τα οχήματα ορισμένου οργανισμού ιδίως συγκοινωνιακού: Tο ~ του Οργανισμού Aστικών Συγκοινωνιών / Σιδηροδρόμων Ελλάδος.

[λόγ. άμαξ(α) -ο- + -στάσιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξοστάσιο [amaksostásio] το, gen αμαξοστάσιου & αμαξοστασίου (L)
  • coach house, carriage house, wagon shed, garage, carbarn, railroad yard (syn in part γκαράζ):
    • το ~ των τραμ |
    • τα αμαξοστάσια των ανακτόρων |
    • πληρώνω ενοίκιο σε ~ για τη φύλαξη του αυτοκινήτου μου |
    • διατηρούν αμαξοστάσια για τις άμαξες |
    • τα μέγαρα αυτά αποτελούνται από ένα σύνολο κτισμάτων, με αυλές, στάβλους, αμαξοστάσια κι αποθήκες (Evelpidis) |
    • καβαλίκεψε νύχτα τη μάντρα της αυλής, πήδησε στο προαύλιο του αμαξοστασίου και ξεσήκωσε μια χαλασμένη ρόδα (Athanasiadis-N)

[cpd w. -στάσιον; cf μηχανοστάσιον etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες