Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξιτός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαξιτός -ή -ό [amaksitós] Ε1 : (για δρόμο) που είναι σχετικά φαρδύς και ομαλός, έτσι ώστε να μπορούν να κινούνται τροχοφόρα οχήματα και ιδίως αυτοκίνητα: Ένας ~ δρόμος. Aμαξιτή οδός.

[λόγ. < αρχ. ἁμαξιτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαξιτός, -ή [amaksitós]
  • passable by carriage, carriageable, i.e. paved:
    • ~ δρόμος carriage-way, carriage (or wagon) road, paved road, highway (syn αμαξόδρομος, αμαξωτός δρόμος, δημοσιά) |
    • δρόμος ~ δυτικά οδηγεί σε άλλο χωριό |
    • ήταν μεγάλη πόλη, όπως φαίνεται από τους αμαξιτούς δρόμους και από τα λείψανα κτιρίων (Varelas) |
    • ~ δρόμος φιδοσέρνεται επάνω στα βουνά (Sfyroeras) |
    • φαίνεται η άσπρη λουρίδα του αμαξιτού δρόμου (Ouranis) |
    • την Aγία Πελαγία την ενώνει με τη Xώρα ένας ~ δρόμος τριάντα χιλιόμετρα (id.) |
    • τη ρηχή λιμνοθάλασσα τη διέσχιζε ένας ~ δρόμος (id.) |
    • αμαξιτή οδός (L) (= αμαξιτός δρόμος) |
    • ακολουθώντας την αμαξιτή οδό φθάνουμε στο χωριό Kρήνη (Varelas)

[fr AG ἁμαξιτός in phr ἁμαξιτeς ἁδός & (tm) ἁμαξιτός (this also in Cyrillus Alex., 5th c. AD) cpd of ἃμαξα & ἰτός of ἰέναι (hence anal. also ἀταρπιτός); cf τεθρά-ιτος, ἐξ-ιτός, εἰσ-ιτός, προσ-ιτός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες