Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξιά [amaksjá] η,
- coachful or cartload (syn αμάξι 2c, αμαξοφόρτωμα):
- μετάφερα μια ~ ανθρώπους |
- μια ~ ξύλα, σανό, άμμο |
- δέκα αμαξιές χαλίκι |
- αυτό το χόρτο είναι δυο αμαξιές |
- το εμπόρευμα θα πάρει αρκετές αμαξιές
[fr LMG αμαξιά (Somavera), der of αμάξι w. suff -έα]
- coachful or cartload (syn αμάξι 2c, αμαξοφόρτωμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαξιάτικα τα [amaksxátika] Ο41 : (προφ.) η αμοιβή του αμαξά για ορισμένη διαδρομή: Ποιος θα πληρώσει τα ~;
[αμάξ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξιάτικα [amaksjátika] τα,
- carriage fare:
- πλήρωσα τ' ~
[der of αμαξάς w. termin. -ιάτικα as in near-syn αγωγιάτικα]
- carriage fare: