Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαξάκι το [amaksáki] Ο44α : 1.μικρό αμάξι. 2. μικρή άμαξα: Άντε ~ μου, άντε αλογάκι μου. Nοσταλγούσε τα παλιά: τα φώτα του γκαζιού, τα αμαξάκια, τα χαμηλά σπίτια! 3. (παρωχ.) το παιδικό καροτσάκι.
[1, 3: αμάξ(ι) -άκι· 2: άμαξ(α) -άκι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξάκι [amaksáci] το,
- ① small carriage, small coach, buggy, wagonette (syn μόνιππο, σούστα):
- δίτροχο ~ |
- θα πάρουμε ένα ~ για να πάμε στη μοδίστρα |
- πήρα ένα ~ για να σπεύσω |
- οι διαδρομές και ο γύρος του νησιού γίνονται και με αμαξάκια και ζώα (Varelas) |
- με το γοργό ~ πηγαίνει στα κτήματα (Papantoniou) |
- υπάρχουν μερικά αμαξάκια της Kέρκυρας με τις άσπρες τέντες, τα ζωηρά αλογάκια τους (Panagiotop) |
- της έδωσε το χέρι του, για να κατέβει από το ~ (Skouzes) |
- τον κρότο από τις ρόδες δεν τον άκουγα· μου φαινόταν πως το ~ μας ταξίδευε στον Παράδεισο (Prevelakis)
- ⓐ baby carriage, baby buggy, perambulator, pram, stroller (syn καροτσάκι):
- ~ για βρέφη (or νήπια) |
- παιδικό ~ |
- κυλά μπροστά της ένα ωραίο ~ και μέσα είναι ο Nτιντής (Myriv) |
- συναντούσε τίποτε παραμάνες με τα μωρά τους στ' αμαξάκια τους (Ouranis)
- ⓑ wheelchair, bath chair:
- τον κυλούσανε με ~
- ② hand-moved freight cart, pushcart (syn δίτροχο καροτσάκι):
- αμαξάκια μικροπωλητών |
- ~ μονότροχο wheelbarrow
- ⓒ dogcart:
- μικροσκοπικά αμαξάκια, τόσα δα, φορτωμένα λαχανικά ή ντενεκεδένια δοχεία με γάλα, που τα έσερναν χοντρά σκυλιά με τη γλώσσα έξω (Ouranis)
- ③ carrier attached to motorcycle, sidecar
- ④ children's toy, as wagon, go-cart, doll carriage etc:
- poem στα Διάσια | σου αγόρασα ~ (Stavrou Ar; rendering AG αμαξίς)
[fr LMG αμαξάκι (Du Cange), der of αμάξι w. suff -άκι]
- ① small carriage, small coach, buggy, wagonette (syn μόνιππο, σούστα):