Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαντάλωτος -η -ο [amandálotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έχουν μανταλώσει. ANT μανταλωμένος.
[α- 1 μανταλώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαντάλωτος, -η, -ο [amandálotos]
- unbolted, unlatched (syn αναμπάρωτος, ant αμπαρωμένος, μανταλωμένος, ασύρτωτος):
- η πόρτα είναι αμαντάλωτη |
- άφησες την εξώπορτα αμαντάλωτη
[fr LMG αμαντάλωτος (Somavera, 1709), cpd w. μανταλωτός ← μανδαλωτός]
- unbolted, unlatched (syn αναμπάρωτος, ant αμπαρωμένος, μανταλωμένος, ασύρτωτος):