Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμανεδάκι [amane∂áci] το, (& region. μανεδάκι) το,
- little song in oriental style:
- ο ραβδιστής τραγουδάει το μανεδάκι που μαρτυρεί τον καημό του (Lesbos) |
- ένας καραβήσιος, κάνοντας τ' ~ γαργάρα του, ακούστηκε σαν ψαλμωδία ιερέα (Skarimpas)
[der of αμανές; cf stem αμανεδ- of pl αμανέδες; cf καφεδ-άκι]
- little song in oriental style: