Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμανατιάζω [amanatjázo] region. (Peloponn,
- Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):
- θ' αμανατιάσουμε το σπίτι μας να πάρουμε λεφτά
[der of αμανάτι]
- Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):