Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμανές ο [amanés] Ο13 : τραγούδι με αργόσυρτη ανατολίτικη μελωδία, στο οποίο συχνά επαναλαμβάνεται η λέξη αμάν: Tούρκικος ~. Tραγούδησε έναν παθιάρικο αμανέ. ΦΡ έχει / πήρε / σήκωσε (πολύ) ψηλά τον αμανέ, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ανάλογα. (σπάν.) ο ίδιος ~, για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.· ΣYN ΦΡ το ίδιο τροπάρι / τροπάριο.
[< μανές με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-ma > enama > en-ama] < τουρκ. mân(i) `είδος λαϊκής μουσικής΄ (από τα αραβ.) -ές ίσως και παρετυμ. αμάν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμανές [amanés] ο, (& region. EGreece μανές)
- ① slow, drawn-out, passionate song in oriental style w. the word αμάν inserted:
- ανατολίτικος ~ |
- αμανέδες αγιάτρευτου σεβντά |
- τραγουδάει αμανέ |
- αρχίσαν το πιοτό και τους αμανέδες |
- μας χόρτασαν αμανέ και μπουζούκι |
- idiom phr παίρνει ψηλά τον αμανέ is uppish, is arrogant, exaggerates in his own favor (near-syn υπερηφανεύεται) ; also σηκώσανε ψηλά τον αμανέ |
- οι Mαροκινοί σήκωσαν, μόλις είδαν τ' άστρα, έναν αμανέ μονότονο, θλιβερό, όλο πάθος, σαν το τραγούδι του καμηλιέρη στην έρημο της Aραβίας (Kazantz) |
- θα τραγουδήσει (sc ο Παλαμάς) -και με τι εξαίσιο τρόπο!- ως και τον αμανέ των σαντουριέρηδων (Melas) |
- poem σαν αμανέ σέρνω τη δέηση | προς τα θαλάσσινα στοιχεία (Skipis)
- ⓐ pl μανέδες οι, two- or four-line popular songs (syn λιανοτράγουδα):
- οι μανέδες δε σταματούσανε ως τα βαθιά μεσάνυχτα (Theotokas)
- ② fig unchanged statement:
- μίλησε και ο συνάδελφος και ό,τι είπε ήταν ο ίδιος ~ του που ξέρουμε the same old song
[fr Turk emanὐ]
- ① slow, drawn-out, passionate song in oriental style w. the word αμάν inserted: