Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμακιγιάριστος -η -ο [amakijáristos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν είναι μακιγιαρισμένοςα, άβαφος: Aμακιγιάριστο πρόσωπο. Δε βγαίνει ποτέ έξω αμακιγιάριστη. β. για ηθοποιό που δεν έχει μακιγιαριστεί για να υποδυθεί κπ. ρόλο.
[α- 1 μακιγιαρισ- (μακιγιάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμακιγιάριστος, -η, -ο [amaciyáristos]
- not made up (syn αφτιασίδωτος, άφτιαστος, ant μακιγιαρισμένος, φτιασιδωμένος):
- και η κομψότερη γυναίκα δεν κάνει εντύπωση, όταν είναι αχτένιστη ή αμακιγιάριστη |
- δεν της αρέσει να βγαίνει αμακιγιάριστη |
- μην αφήνεις τα μάτια αμακιγιάριστα |
- ο ηθοποιός άργησε να 'ρθει και άνοιξε την παράσταση ~
[cpd w. *μακιγιαριστός: μακιγιαρισ- in ppp μακιγιαρισμένος: μακιγιάρω]
- not made up (syn αφτιασίδωτος, άφτιαστος, ant μακιγιαρισμένος, φτιασιδωμένος):