Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαθής -ής -ές [amaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμάθεια: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.) αμόρφωτος: Ο ~ όχλος.
[λόγ. < αρχ. ἀμαθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαθής1 [amαθís] ο, η, (L)
- ignorant or uneducated person (syn άμαθος1, αγράμματος, αμόρφωτος, απαίδευτος άνθρωπος):
- διατηρούνταν οι δύο πλευρές του δευτέρου ορόφου, αλλά και αυτές τις γκρέμισαν διάφοροι αμαθείς, οι οποίοι έβγαλαν τα παράθυρα κλ (Varelas) |
- είχε θεωρηθεί και το είδος (sc τα πεζοτράγουδα) πολύ εύκολο, ώστε να καταφεύγουν σ' αυτό όλοι οι απροπαρασκεύαστοι και οι αμαθείς (Chatzinis)
[substantiv. m & f of αμαθής2]
- ignorant or uneducated person (syn άμαθος1, αγράμματος, αμόρφωτος, απαίδευτος άνθρωπος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαθής2, -ής, -ές [amαθís] (L)
- ① uneducated or insufficiently educated, untaught, unlearned, ignorant (syn αγράμματος2, αμάθητος2, άμαθος2, L ανερμάτιστος, ανίδεος):
- ~ άνθρωπος, ~ λαός (όχλος), ~ νέος |
- ~ βασίλισσα |
- αμαθείς άνθρωποι, αμαθείς συνεταίροι |
- το αμαθές πλήθος |
- μας θεωρούν αμαθείς |
- gnom ο σπουδασμένος μωρός είναι μωρότερος από τον αμαθή μωρό (Vrettakos) |
- prov κάλλια γέρος μαθητής | πάρα νέος ~ even a late learner is preferable to an ignorant young person (Venizelos) |
- ήταν αμαθέστατοι όλοι (Solom) |
- είμαι ~, κούτσουρο, σας είπα (Drosinis) |
- τον παραδίνει στα χέρια ενός αμαθέστατου τσαρλατάνου (Melas) |
- επικίνδυνοι για μια δημοκρατική πολιτεία είναι οι πολιτικά αμαθείς και αδιαπαιδαγώγητοι νέοι (Papanoutsos) |
- εγώ, αδελφοί μου, είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και ~ (Petsalis-D)
- ⓐ untrained, not versed in sth (syn άμαθος2 2):
- είμαι ~ από αυτά |
- ήταν αμαθείς από τα τοιούτα (Makryg)
- ② uncivilized, unpolished, rude, coarse, boorish (syn αγροίκος, αγενής, απολίτιστος):
- ήρθε από χωριό ο νέος, είναι ακόμη ~ |
- η υπηρέτρια δεν έχει τρόπους, είναι χωριάτισσα και ~
[fr K ἀμαθής, surviving also in the mod Pontic dial]
- ① uneducated or insufficiently educated, untaught, unlearned, ignorant (syn αγράμματος2, αμάθητος2, άμαθος2, L ανερμάτιστος, ανίδεος):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάθηση η.
-
- Aμάθεια:
- (Λεηλ. Παροικ. Aφ. 30).
[<στερ. α‑ + ουσ. μάθηση]
- Aμάθεια: