Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαγείρευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαγείρευτος -η -ο [amajíreftos] Ε5 : 1.για τροφή που δεν την έχουν μαγειρέψει: Έφυγε από το σπίτι κι άφησε το φαγητό αμαγείρευτο. 2. (προφ. για πρόσ.) α. που δεν έχει μαγειρέψει: Kοιτάζοντας τις άλλες δουλειές έμεινε αμαγείρευτη. β. (σπάν.) που δεν του έχουν ετοιμάσει φαΐ για να φάει: Aφήνει άντρα και παιδιά αμαγείρευτα στο σπίτι κι αυτή χαρτοπαίζει.

[α- 1 μαγειρεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαγείρευτος, -η, -ο [amayíreftos] (& αμαγέρευτος)
  • ① uncooked or insufficiently cooked (syn άβραστος, άψητος, ant μαγειρεμένος):
    • το φαΐ είναι αμαγείρευτο ακόμη |
    • κρέας αμαγείρευτο, φασόλια αμαγείρευτα |
    • folkt η δράκαινα της άφησε τα πουλιά που έφερε από το κυνήγι και της είπε |
    • "να μου κάνεις τα μαγερεμένα αμαγέρευτα· αν δεν μου τα κάνεις, θα σε φάω" (Megas) |
    • σ' ένα παραμύθι η μάγισσα που θέλει να εξοντώσει μια νυφούλα την διατάσσει ... να μαγερέψει "μαγερεμένα κι αμαγέρευτα" (Melas)
  • ② fig not planned beforehand, not prepared (w. previous understandings and dealings), of agreements, enterprises etc:
    • τα πολιτικά της επαρχίας μας είναι ακόμη αμαγείρευτα

[fr MG αμαγείρευτος, cpd w. μαγειρευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες