Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίνη [amíni] η, chem
- amine:
- ~ η δευτερογενής secondary amine |
- αμίνες (kath αμίναι) amines and amino-compounds
[cf also βιταμίνη; fr amine in WEurop languages]
- amine: