Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίμητος -η -ο [amímitos] Ε5 : που είναι τέτοιος, ιδίως τόσο πετυχημένος, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον μιμηθεί και ιδίως να τον φτάσει ή να τον ξεπεράσει: Hθοποιός ~ σε ορισμένο ρόλο. Aμίμητο ύφος / στιλ / χιούμορ. Διηγείται ανέκδοτα με αμίμητο τρόπο. || (ειρ.): Ο ~ δικτάτορας / απατεώνας. || (ως ουσ.) το αμίμητο, (για λόγια ή πράξη): Ποιος βασιλιάς είπε εκείνο το αμίμητο «εγώ είμαι το κράτος»;
αμίμητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀμίμητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίμητος, -η, -ο [amímitos]
- inimitable unequalled, superlative (syn ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος):
- ~ ηθοποιός, κωμικός, τεχνίτης |
- τέχνη αμίμητη |
- η ηθοποΐα (υποκριτική τέχνη) |
- αμίμητο κλασικό έργο |
- αμίμητο βάζο (αγγείο) |
- κέντημα αμίμητο |
- έχει αμίμητη φωνή |
- είναι ~ σε γεροντικούς ρόλους |
- αμίμητη περιγραφή |
- ~ χαρακτηρισμός |
- αμίμητο χιούμορ |
- αμίμητη μορφή |
- αμίμητα ανέκδοτα |
- αμίμητα παραδείγματα φιλαλληλίας |
- είσαι ~! you have no match! |
- η ραψωδική τούτη χάρη είναι ολωσδιόλου αμίμητη (Palam) |
- ο γερο-Xρόνης ήτανε φωνακλάς ~ και παλληκάρι πρώτο (Vlachogiannis) |
- μας δίνει αμίμητες αποτυπώσεις Tούρκων που τους έχει αντικρύσει με τον πόνο του σκλάβου (Melas) |
- το ευαγγέλιο είναι αναπάρνητο και αμίμητο (Athanasiadis-N) |
- ο Γιάννης Bλαχογιάννης ήταν μια ζωντανή, αμίμητη έκφραση της ψυχής και του πνεύματος των ανθρώπων του Eικοσιένα (Theotokas) |
- κατηγορεί την κυβέρνησή του για τις ανόητες πράξεις και τα χιμαιρικά σχέδια σχετικά με την κατάληξη της Eλλάδος του αμίμητου εκείνου διοικητή της Δωδεκανήσου (Tsirpanlis) |
- αμίμητο έμεινε το καυστικό του δίστιχο (ChChairop) |
- οι κρητικές μαντινάδες είναι αμίμητες ζωγραφιές (Poulianos) |
- poem για σε τραγούδι αμίμητο | η φαντασία θα βγάλει (Markoras) |
- αμίμητα τα κάλλη σου· | η δύναμη μεγάλη σου (AChristop)
[fr K ἀμίμητος, cpd w. AG μιμητός]
- inimitable unequalled, superlative (syn ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος):