Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίαντος ο [amíandos] Ο20α : ορυκτό που αποτελείται από ίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πυρίμαχων ή άλλων αντικειμένων: Στολή πυροσβέστη φτιαγμένη από αμίαντο. Οι βλαβερές επιδράσεις του αμίαντου στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμίαντος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίαντος -η -ο [amíandos] Ε5 : (σπάν.) που δεν τον έχουν μιάνει ή που δεν έχει μιανθεί. ANT μιασμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίαντος, -η (& L -ος), -ο [amíandos] (L)
- ① unpolluted, spotless (syn αμόλυντος):
- έχει και το καλό της η αδιαφορία της μάζας για το βουνό |
- μένει τούτο εθνικός δρυμός ~, δεν το βρωμίζουν κλ (Floros)
- ⓐ free from mortal taint, immaculate, unsullied, pure (syn αγνός, αναμάρτητος, αμόλυντος, άσπιλος):
- η ~ σύλληψις immaculate conception |
- εκκλησία της Aμιάντου Συλλήψεως church of the Immaculate Conception |
- θρησκεία καθαρή και αμίαντη μας έδωσε ο Θεός και πατέρας μας κλ (Vrettakos) |
- έτσι και το ίδιο το ζωοποιό τώρα πνεύμα, μπαίνοντας με τρόπο άυλο στο αμίαντο σώμα της Παρθένου, έκτισε τον καινόν άνθρωπο κλ (Tatakis) |
- poem κ' είν' η καρδιά μου αμίαντη σαν κόρη σε ώρα γάμου (Panagiotop) |
- του αόρατου κρυφότατα τον επερίζωνε η χαρά | θερμή κ' η αμίαντη φύση (Sikel)
- ② αμίαντος λίθος, ο, asbestos (Demetrieis)
[fr AG ἀμίαντος 'undefiled, pure']
- ① unpolluted, spotless (syn αμόλυντος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιαντόσυρμα [amiandósirma] το,
- asbestos insulated wire
[cpd w. σύρμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιαντοσωλήνας ο [amiandosolínas] Ο2 : σωλήνας κατασκευασμένος από αμίαντο.
[λόγ. αμιαντο- + σωλήν > σωλήνας]