Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίαντο το [amíando] Ο41 : (προφ.) 1. ο αμίαντος. 2. ονομασία αντικειμένων που κατασκευάστηκαν από αμίαντο.
[< αμίαντος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. (πρβ. ελνστ. ἀμίαντον τό)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίαντο [amíando] το, (& αμίαντος, ο)
- ① miner (L) amianthus, asbestos (syn βαμπακόπετρα):
- το βουνό με τους άσπρους βράχους, όπου τα ορυχεία του αμίαντου (στην Kύπρο) (Panagiotop) |
- νήμα από ~ asbestos string |
- φύλλο (από) ~ asbestos card, asbestos joint
- ② mantle (of a lamp) (syn φωτοβολίδα):
- το ~ της λάμπας του γκαζιού |
- τρίφτηκε το ~ της λάμπας |
- το τρεμάμενο ~ του γκαζοφάναρου ανάβοντας κοκκίνιζε, ύστερα χρύσιζε και στο τέλος περιχύνονταν ολόκληρο με το μόνιμο γαλακτερό του φως (Glezos) |
- κοίταξε το φεγγάρι που ξάσπριζε σαν τον αμίαντο του λουξ, όταν καεί η μπενζίνα (Vasilikos)
[fr AG ἀμίαντος λίθος 'asbestos' w. adj ἀμίαντος 'undefiled, pure'; n ἀμίαντον 'purity' PatrG]
- ① miner (L) amianthus, asbestos (syn βαμπακόπετρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιαντο- [amiando] & αμιαντ- [amiand], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αμίαντος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά στα οποία δηλώνει συνήθ. το υλικό από το οποίο ή με το οποίο είναι κατασκευασμένο αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~καουτσούκ, ~σωλήνας, ~τσιμέντο. || αμιαντωρυχείο.
[λόγ. θ. του ουσ. αμίαντ(ος) -ο-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιαντόλιθος [amiandóliθos] ο,
- asbestos stone (syn αμίαντος λίθος
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίαντος ο [amíandos] Ο20α : ορυκτό που αποτελείται από ίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πυρίμαχων ή άλλων αντικειμένων: Στολή πυροσβέστη φτιαγμένη από αμίαντο. Οι βλαβερές επιδράσεις του αμίαντου στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ἀμίαντος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμίαντος -η -ο [amíandos] Ε5 : (σπάν.) που δεν τον έχουν μιάνει ή που δεν έχει μιανθεί. ANT μιασμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀμίαντος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίαντος, -η (& L -ος), -ο [amíandos] (L)
- ① unpolluted, spotless (syn αμόλυντος):
- έχει και το καλό της η αδιαφορία της μάζας για το βουνό |
- μένει τούτο εθνικός δρυμός ~, δεν το βρωμίζουν κλ (Floros)
- ⓐ free from mortal taint, immaculate, unsullied, pure (syn αγνός, αναμάρτητος, αμόλυντος, άσπιλος):
- η ~ σύλληψις immaculate conception |
- εκκλησία της Aμιάντου Συλλήψεως church of the Immaculate Conception |
- θρησκεία καθαρή και αμίαντη μας έδωσε ο Θεός και πατέρας μας κλ (Vrettakos) |
- έτσι και το ίδιο το ζωοποιό τώρα πνεύμα, μπαίνοντας με τρόπο άυλο στο αμίαντο σώμα της Παρθένου, έκτισε τον καινόν άνθρωπο κλ (Tatakis) |
- poem κ' είν' η καρδιά μου αμίαντη σαν κόρη σε ώρα γάμου (Panagiotop) |
- του αόρατου κρυφότατα τον επερίζωνε η χαρά | θερμή κ' η αμίαντη φύση (Sikel)
- ② αμίαντος λίθος, ο, asbestos (Demetrieis)
[fr AG ἀμίαντος 'undefiled, pure']
- ① unpolluted, spotless (syn αμόλυντος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμιαντόσυρμα [amiandósirma] το,
- asbestos insulated wire
[cpd w. σύρμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιαντοσωλήνας ο [amiandosolínas] Ο2 : σωλήνας κατασκευασμένος από αμίαντο.
[λόγ. αμιαντο- + σωλήν > σωλήνας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμιαντοτσιμέντο το [amiandotsiméndo] Ο39 : οικοδομικό υλικό που γίνεται από τσιμέντο ή μπετόν και αμίαντο.
[λόγ. αμιαντο- + τσιμέντον]